Σελίδες

Τρίτη 20 Αυγούστου 2013

Οι διοικητικές συνήθειες των εξαιρετικά αποτελεσματικών τρομοκρατών. Γιατί οι εγκέφαλοι των τρομοκρατικών οργανώσεων βασίζονται στο μάνατζμεντ

Όταν τα τελευταία σχέδια της Αλ Κάιντα ανατράπηκαν επειδή ο Αϊμάν αλ-Ζαουάχρι ξεκίνησε μια τετριμμένη τηλεδιάσκεψη, απλώς εμπεδώθηκε η φήμη του ως αναποτελεσματικού και ενοχλητικού μάνατζερ. Αλλά οι επικριτές του Ζαουάχρι κάνουν λάθος - η γραφειοκρατία μπορεί να είναι ο καλύτερος φίλος ενός τρομοκρατικού ιθύνοντα νου.

του Jacob N. Shapiro

Εκτός του ότι είναι ένας αδίστακτος τζιχαντιστής, ο Αϊμάν αλ-Ζαουάχρι έχει από καιρό κερδίσει τη φήμη ότι είναι ένα τρομερό αφεντικό. Όταν ανέλαβε την Αλ Κάιντα το 2011, ανώτεροι αξιωματούχοι των υπηρεσιών πληροφοριών των ΗΠΑ είχαν ήδη επισημάνει την τάση του για μάνατζερ. (Σε μια περίπτωση στη δεκαετία του 1990, πήγε ο ίδιος σε υφισταμένους του στην Υεμένη για να τους τιμωρήσει επειδή αγόρασαν ένα καινούργιο φαξ, όταν το παλιό δούλευε μια χαρά). Αναφορές ότι ο συναγερμός για τρομοκρατικές επιθέσεις της περασμένης εβδομάδας ενεργοποιήθηκε όταν ο Ζαουάχρι προσέγγισε τον Nasir al-Wuhayshi, τον δεύτερο στην ιεραρχία και ηγέτη της Αλ Κάιντα στην Αραβική Χερσόνησο - μια επικοινωνία που η Ουάσιγκτον κατάφερε να υποκλέψει – απλώς εμπέδωσε την εντύπωση ότι δεν διαθέτει το μυαλό να διοικεί μια παγκόσμια τρομοκρατική οργάνωση.

Αλλά λίγοι από τους πολλούς επικριτές του Ζαουάχρι έχουν καθίσει να σκεφθούν τι πράγματι συνεπάγεται το έργο της διοίκησης μιας τρομοκρατικής οργάνωσης. Είναι αλήθεια ότι το ύφος της διαχείρισης Ζαουάχρι έχει κάνει την οργάνωσή του ευάλωτη στις ξένες μυστικές υπηρεσίες και προκάλεσε δυσαρέσκεια μεταξύ των τάξεων των ενεργών τρομοκρατών, για να μην αναφέρουμε ότι προκάλεσε τα χτυπήματα από μη επανδρωμένα αεροσκάφη (drones) τις περασμένες ημέρες. Αλλά, είναι εξίσου αλήθεια ότι ο Ζαουάχρι

διέθετε λίγες άλλες επιλογές.

Δεδομένου ότι οι τρομοκράτες είναι, εξ ορισμού, εμπλεγμένοι σε εγκληματικές δραστηριότητες, θα έλεγε κανείς ότι θα είχαν ως προτεραιότητα την μυστικότητα. Αλλά ιστορικά, πολλές τρομοκρατικές ομάδες έχουν κρατήσει σχολαστικά αρχεία. Τα μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών, της ιταλικής τρομοκρατικής ομάδας που δραστηριοποιείτο την δεκαετία του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980, φέρονται ότι έχουν περάσει περισσότερο χρόνο υπολογίζοντας τις δραστηριότητές τους από ό, τι στην εκπαίδευση ή την προετοιμασία επιθέσεων. Από το 2005 έως τουλάχιστον το 2010, ανώτερα στελέχη τής Αλ Κάιντα στο Ιράκ διατηρούσαν λεπτομερείς καταλόγους πληρωμών μισθοδοσίας για εκατοντάδες μαχητές, ανάμεσα σε πολλές άλλες μορφές γραπτών αρχείων. Και όταν ο πρώην στρατιωτικός διοικητής της Αλ Κάιντα, Μοχάμεντ Ατέφ, είχε μια διαφωνία με τον Μιντχάτ Μουρσί αλ-Σαγίντ Ουμάρ, έναν ειδικό στα εκρηκτικά στην Αιγυπτιακή Ισλαμική Τζιχάντ, στη δεκαετία του 1990, ένα από τα παράπονά του ήταν ότι ο Ουμάρ δεν παρέδωσε τις αποδείξεις για τα έξοδα από ένα ταξίδι που πήγε με την οικογένειά του.

Μια τέτοια γραφειοκρατία καθιστά τους τρομοκράτες ευάλωτους στους εχθρούς τους. Αλλά οι τρομοκράτες το κάνουν έτσι κι αλλιώς. Εν μέρει, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι μεγάλης κλίμακας συνωμοσίες και οι εκτεταμένες εκστρατείες τρόμου απαιτούν τόσο πολύ συντονισμό που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς λεπτομερή επικοινωνία μεταξύ των σχετικών φορέων και χωρίς γραπτά αρχεία για να βοηθήσουν τους επικεφαλής να παρακολουθούν το τι συμβαίνει. Ο Gerry Bradley, ένας πρώην τρομοκράτης του Προσωρινού Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού, για παράδειγμα, περιγράφει στα απομνημονεύματά του πως απαιτούσε από τους υφισταμένους του στο Μπέλφαστ το 1973 να συντάσσουν καθημερινές εκθέσεις σχετικά με τις προτεινόμενες εργασίες τους, έτσι ώστε να μπορεί να διασφαλίσει ότι οι δραστηριότητες των υπομονάδων δεν είναι αντίθετες η μια στην άλλη. Αρκετοί ηγέτες της κενυάτικης εξέγερσης Mau Mau αναφέρουν ότι, καθώς το κίνημά τους μεγάλωνε στις αρχές του 1950, χρειάστηκε να ξεκινήσουν να τηρούν γραπτά λογιστικά βιβλία και μητρώα μαχητών για να παρακολουθούν τα οικονομικά και το προσωπικό τους.

Αλλά το σημαντικότερο μέρος του ζητήματος είναι ότι οι διαχειριστές των τρομοκρατικών οργανώσεων αντιμετωπίζουν τις ίδιες βασικές προκλήσεις όπως οι διευθυντές κάθε μεγάλης οργάνωσης. Αυτό που είναι αναγκαίο για την Wal-Mart είναι αναγκαίο και για την Αλ Κάιντα: Οι διευθυντές πρέπει να κρατήσουν καρτέλες για το τι κάνουν οι άνθρωποί τους και να αφιερώσουν πόρους για να παρακινήσουν τους υφισταμένους τους στην επίτευξη των στόχων της οργάνωσης. Στην πραγματικότητα, οι διαχειριστές των τρομοκρατικών οργανώσεων αντιμετωπίζουν μια πολύ πιο δύσκολη πρόκληση. Ενώ οι περισσότερες επιχειρήσεις έχουν τον ευρύ στόχο της μεγιστοποίησης των κερδών τους, οι στόχοι των τρομοκρατών είναι υπολογισμένοι με πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια: Μια επίθεση που είναι πάρα πολύ βίαιη μπορεί να είναι εξίσου επιζήμια για το σκοπό τους, όπως και μια επίθεση που δεν είναι αρκετά βίαιη. Η Αλ Κάιντα στο Ιράκ έμαθε αυτό το μάθημα στην επαρχία Ανμπάρ, το 2006, όταν ο τοπικός πληθυσμός στράφηκε εναντίον της, εν μέρει ως απάντηση στη βία της οργάνωσης κατά αμάχων οι οποίοι διαφωνούσαν με αυτήν.

Οι ηγέτες των τρομοκρατών αντιμετωπίζουν επίσης ένα επίμονο πρόβλημα ανθρώπινων πόρων: η δεξαμενή των ανθρώπων με τις ιδιότητες που τους ενδιαφέρουν είναι εγγενώς ασταθής. Οι τρομοκράτες είναι υποχρεωμένοι να αναζητήσουν νεοσύλλεκτους που έχουν προδιάθεση στη βία - δηλαδή, νεαρούς άνδρες έτοιμους για καυγά. Όπως ήταν αναμενόμενο, αυτοί οι στρατολογηθέντες συνήθως δεν είναι διατεθειμένοι να ακολουθούν εντολές ή να υπακούουν πρόσωπα με εξουσία. Οι διευθύνοντες τις τρομοκρατικές οργανώσεις μπορεί να σχεδιάζουν σχολαστικά μακροπρόθεσμες στρατηγικές, αλλά αυτά έχουν μικρή χρησιμότητα εάν οι άνθρωποι που είναι επιφορτισμένοι με την υλοποίησή τους θέλουν να κάνουν «το κομμάτι τους» εδώ και τώρα.

Οι διαχειριστές των τρομοκρατικών οργανώσεων υποχρεούνται επίσης να δίνουν προτεραιότητα στον γραφειοκρατικό έλεγχο, επειδή δεν έχουν άλλα κανάλια για να πειθαρχήσουν τους ανθρώπους τους. Όταν οι διευθυντές της Wal-Mart θέλουν να ασχοληθούν με έναν απείθαρχο υπάλληλο ή προμηθευτή ο οποίος αθέτησε μια σύμβαση, μπορούν να απευθυνθούν στις επίσημες νομικές διαδικασίες. Οι τρομοκράτες δεν έχουν τέτοια δυνατότητα. Ο David Ervine, ο αποθανών Ιρλανδός Ενωτικός πολιτικός και κάποτε βομβιστής για λογαριασμό του Ulster Volunteer Force (UVF), μου περιέγραψε ξεκάθαρα αυτό το δίλημμα το 2006. «Είχαμε κάποιες ιδιαίτερα αποτρόπαιες και αντιπαραγωγικές δραστηριότητες που πραγματοποιούνταν, τις οποίες η ηγεσία δεν τιμωρούσε επειδή έπρεπε να κρατήσει τις καρδιές και τα μυαλά των μελών μέσα στην οργάνωση», είπε, αναφερόμενος σε μια περίοδο στα τέλη της δεκαετίας του 1980, όταν ο ίδιος και οι άλλοι ηγέτες έκαναν έναν στρατηγικό υπολογισμό ότι ο Ενωτικός σκοπός εξυπηρετείτο καλύτερα με την εστίαση σε μη βίαιο πολιτικό ανταγωνισμό. Στην (ομολογημένα ιδιοτελή) διήγηση του Ervin, οι ανώτεροι ηγέτες του UVF θα είχαν τερματίσει την βία πολύ νωρίτερα από την τελική κατάπαυση του πυρός το 1994, αλλά δεν μπορούσαν να το κάνουν επειδή οι μαχητές τους θα τους εγκατέλειπαν. Για τους διευθύνοντες τις τρομοκρατικές οργανώσεις, ο μόνος τρόπος να καταπολεμήσουν αυτές τις «αντιπαραγωγικές δραστηριότητες» είναι να κρατούν με σφιχτό χαλινάρι την οργάνωση. Με το να στρατολογούνται μόνο οι πιο ένθερμοι δεν γίνεται δουλειά, γιατί, όπως ο φερόμενος ως επικεφαλής τής παλαιστινιακής οργάνωσης Μαύρος Σεπτέμβρης έγραψε στα απομνημονεύματά του, οι «φανατικοί εξτρεμιστές είναι είτε ανόητοι είτε προδότες».

Έτσι, κάποιος στη θέση του Ζαουάχρι έχει μεγάλο φόρτο εργασίας: για να προωθήσει μια μεγάλη επίθεση, χρειάζεται να υπάρξει συντονισμός μεταξύ πολλών τρομοκρατών, να παρακολουθεί τι κάνουν οι μαχητές του ανεξάρτητα από τις προθέσεις τους, και να τους παρακινήσει να ακολουθήσουν τις διαταγές του αντίθετα από τα ατίθασα ένστικτά τους. Ευτυχώς για τους υπόλοιπους από εμάς, τα πράγματα που κάνουν οι τρομοκράτες για να επιτύχουν αυτούς τους στόχους σπέρνουν τους σπόρους της δικής τους καταστροφής. Κάνοντας κλήσεις, στέλνοντας e-mails, κρατώντας λογαριασμούς και αναγκάζοντας τα μέλη τους να πραγματοποιούν επιστροφές χρημάτων, όλα τα παραπάνω δημιουργούν ευκαιρίες για τις μυστικές υπηρεσίες να μάθουν τι σχεδιάζουν οι τρομοκράτες και στη συνέχεια να τους εμποδίσουν. Από αυτή την άποψη, οι αποτυχίες του Ζαουάχρι δεν είναι απλά μια αντανάκλαση των προσωπικών αδυναμιών του, αλλά μια περιπτωσιολογική μελέτη (case study) των εγγενών ορίων που αντιμετωπίζουν όλες οι τρομοκρατικές ομάδες.

Αυτό είναι μια καλή είδηση, βέβαια, για τους πιθανούς στόχους της τρομοκρατίας: Όσο οι υπηρεσίες πληροφοριών και επιβολής του νόμου παραμένουν σε εγρήγορση, δεν υπάρχει κανένας τρόπος με τον οποίο οι τρομοκρατικές οργανώσεις θα αρθούν ποτέ πάνω από το επίπεδο της ανεκτής ενόχλησης, στο οποίο έχουν φθάσει την τελευταία δεκαετία. Αλλά για τους επίδοξους διαχειριστές της τρομοκρατίας, είναι μια αποκαρδιωτική υπενθύμιση ότι δεν υπάρχει διαφυγή από τη γραφειοκρατία που τελικά θα καταδικάσει τους σκοπούς τους.


Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Δεν υπάρχουν σχόλια: