Σελίδες

Σάββατο 24 Μαρτίου 2012

Τα δημοκρατικά διλήμματα στην Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν

Ανταπόκριση από την Κωνσταντινούπολη

Κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης στο δημαρχείο της Κωνσταντινούπολης που διοργανώθηκε στο πλαίσιο της εκεί επίσκεψης του Μπαράκ Ομπάμα το 2009, ένας Τούρκος φοιτητής εξέφρασε την απογοήτευσή του για την αδυναμία του προέδρου να εφαρμόσει ουσιαστικές αλλαγές στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. «Η μετακίνηση του κρατικού σκάφους είναι μια αργή διαδικασία», εξήγησε ο Ομπάμα. Αυτό δεν ισχύει τόσο στην Τουρκία. Από την άνοιξη του 2011, η Άγκυρα έχει κάνει αξιοσημείωτη μεταστροφή. Μια χώρα που ασχολείτο και κατεύναζε τους δικτάτορες της Μέσης Ανατολής για το περισσότερο μισό της περασμένης δεκαετίας, τώρα τους παροτρύνει να προχωρήσουν σε δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις – αλλιώς κινδυνεύουν με ανατροπή του καθεστώτος τους. Υπάρχει μόνο ένα πρόβλημα: αν η Τουρκία είναι σοβαρή σχετικά με την εξαγωγή δημοκρατίας, θα πρέπει να κάνει πολύ καλύτερη δουλειά στο να εκθρέψει τη δική της.
Το ανανεωμένο ενδιαφέρον της Τουρκίας για τη Μέση Ανατολή ξεκίνησε στη δεκαετία του 1990, αλλά κορυφώθηκε με την εκλογή του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) το 2002. Το εμπόριο με τα κράτη της περιοχής απογειώθηκε, οι περιορισμοί χορήγησης βίζας με τις...
γειτονικές χώρες, καταργήθηκαν και οι διμερείς επισκέψεις καλής θελήσεως πολλαπλασιάστηκαν. (Σύμφωνα με δικούς του υπολογισμούς, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου, που θεωρήθηκε ως ο αρχιτέκτονας της ανανεωμένης δέσμευσης της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή, επισκέφθηκε τη Δαμασκό περισσότερες από 60 φορές τα τελευταία οκτώ χρόνια. Ο Πρωθυπουργός Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, εν τω μεταξύ, έκανε διακοπές στην Τουρκία με τον Σύρο ο πρόεδρο Μπασάρ αλ-Άσαντ και την οικογένειά του). Τα πράγματα πήγαιναν τόσο καλά που μια συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών μεταξύ της Ιορδανίας, Λιβάνου, Συρίας και Τουρκίας πραγματοποιήθηκε το 2010 και αμέσως μετά δημιούργησε μια φιλολογία για μια Ένωση στη Μέση Ανατολή υπό την ηγεσία της Τουρκίας.
Όμως, οι μπίζνες με απολυταρχικά καθεστώτα εμπεριέχουν πάντοτε ένα συμβιβασμό: προωθώντας την οικονομική αλληλεξάρτηση, οι αξιωματούχοι του ΑΚΡ απαρνήθηκαν οποιαδήποτε συζήτηση για ανάμιξη στις εσωτερικές υποθέσεις των γειτόνων τους. Μπροστά στο συμφέρον της σταθερότητας και της επέκτασης των εμπορικών δεσμών, η Τουρκία επανειλημμένα απέφευγε να κοιτάξει το θέμα του αυταρχισμού και της παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στην Άγκυρα υποβάθμισαν τη γενοκτονία στο Σουδάν, δεν έκαναν καμία αναφορά στη θλιβερή κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Συρία και αγνόησαν τη βία που ακολούθησε τις προεδρικές εκλογές στο Ιράν το 2009. Εκεί που οι περισσότερες δυτικές κυβερνήσεις, τουλάχιστον στα λόγια, επεσήμαιναν την ανάγκη για δημοκρατική αλλαγή στην περιοχή, η Τουρκία έκανε μερικούς σπάνιους υπαινιγμούς ότι ήταν ανήσυχη με το status quo. Ο ίδιος ο Ερντογάν δεν είδε τίποτα λάθος στο να αποδεχτεί ένα Βραβείο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων από τον Λίβυο δικτάτορα Μουαμάρ αλ Καντάφι, στα τέλη του 2010.
Αλλά η Αραβική Άνοιξη άφησε αυτή την προσέγγιση μετέωρη. Ξαφνικά, η κυβέρνηση του ΑΚΡ ξύπνησε για να διαπιστώσει ότι αυτό που είχε εκτιμήσει περισσότερο - τη σταθερότητα στη γειτονιά της - δεν μπορούσε πλέον να εξυπηρετηθεί με τις περιποιήσεις στους δικτάτορες της περιοχής. Αυτό που οι Τούρκοι (και όλοι οι άλλοι) συνειδητοποίησαν ήταν ότι ο αραβικός κόσμος επρόκειτο να πάρει φωτιά αν δεν γίνονταν θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις. Ο Άσαντ και ο Καντάφι δύσκολα θα μπορούσαν να τις προωθήσουν. Μια άλλη συνειδητοποίηση ακολούθησε σύντομα: «Η πολιτική μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες», η κατευθυντήρια αρχή της εξωτερικής πολιτικής του ΑΚΡ, μπορεί να απέφερε οικονομικά οφέλη, αλλά δεν ήταν τόσο χρήσιμη στην πολιτική αλλαγή που πραγματοποιείτο.
Η επιδείνωση της άλλοτε πολύτιμης σχέσης της Τουρκίας με τη Συρία, ιδίως, αποκάλυψε τα όρια της προηγούμενης προσέγγισης της Άγκυρας. Ο Ερντογάν και ο Νταβούτογλου περίμεναν ότι η φιλία τους με τον Άσαντ θα μεταφραστεί σε πολιτική επιρροή. Δεν έγινε έτσι. Καθώς τα τανκς της Συρίας κύλησαν στους δρόμους της Χάμα, οι τουρκικές εκκλήσεις για τερματισμό της βίας αγνοήθηκαν σε μεγάλο βαθμό. Ο Ερντογάν θα έπρεπε να έχει μάθει το μάθημά του: Το ίδιο σκηνικό είχε παιχτεί στη Λιβύη μόλις μήνες νωρίτερα. Ο Ερντογάν είχε πειστεί ότι είχε την προσοχή του Καντάφι και το αποτέλεσμα ήταν ο τότε ισχυρός άνδρας της Λιβύης απλώς να τον αγνοήσει .
Τον τελευταίο καιρό, πολιτικοί του ΑΚΡ και φιλοκυβερνητικά μέσα μαζικής ενημέρωσης αγωνίζονται να ξαναγράψουν την ιστορία των τελευταίων ετών, επιμένοντας ότι η Τουρκία ήταν στο πλευρό της δημοκρατικής αλλαγής από την αρχή. Τον Φεβρουάριο του 2011 σε μια ομιλία του όπου κάλεσε τον πρώην πρόεδρο της Αιγύπτου Χόσνι Μουμπάρακ να παραιτηθεί, ο Ερντογάν διακήρυξε θαρραλέα ότι «όχι μόνο στην Τουρκία, αλλά παντού στον κόσμο, το ΑΚΡ δεν έχει δείξει κανένα φόβο ή δισταγμό στο να ταχθεί με τους καταπιεσμένους και τα θύματα. Ήταν πάντα εναντίον του στάτους κβο». Η ομιλία του Ερντογάν όχι μόνο σηματοδότησε μια προσπάθεια να αναθεωρήσει την ιστορία, αλλά επίσης προανήγγειλε ότι έχει γίνει μια πραγματική αναμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής της Άγκυρας. Ένα χρόνο αργότερα, «τα μηδενικά προβλήματα» βρίσκονται εκτός μόδας. Εντός, είναι μια πολιτική που είναι πιο διεκδικητική, πρόθυμη να πάρει το μέρος κάποιας πλευράς και πρόθυμη να αναλάβει κινδύνους.
Σήμερα, η Τουρκία δεν διστάζει να παίξει σκληρά με τους γείτονές της. Κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού τον Σεπτέμβριο του 2011 στο Κάιρο, ο Ερντογάν απογοήτευσε πολλούς από τους θαυμαστές του στη Μουσουλμανική Αδελφότητα επαινώντας δημοσίως τις αρετές του κοσμικού κράτους. Έχοντας καθυστερημένα εγκρίνει την εξωτερική παρέμβαση στη Λιβύη, προειδοποίησε νωρίτερα φέτος ότι η κατάσταση στη Συρία «κατευθύνεται προς ένα θρησκευτικό, σεκταριστικό και φυλετικό εμφύλιο πόλεμο» και ότι «πρέπει να σταματήσει». Στα τέλη Ιανουαρίου, ο Τούρκος ηγέτης επέπληξε τον ιρακινό πρωθυπουργό Νούρι αλ Μαλίκι ότι υποδαυλίζει σεκταριστικές συγκρούσεις. Δύο εβδομάδες αργότερα, ο Bulent Arinc, ο αναπληρωτής Πρωθυπουργός, κατακεραύνωσε το Ιράν, το Ιράκ και τον Λίβανο για τη σιωπή τους απέναντι στην αιματοχυσία στη Συρία. «Αν δεν υψώσουν τη φωνή τους», είπε, «τότε θα πρέπει να αφαιρέσουν τη λέξη« Ισλάμ» από την ονομασία τους».
Ιδιαίτερα όσον αφορά τη Συρία, η νέα στάση της Άγκυρας αποδείχθηκε κάτι περισσότερο από απλά λόγια. Η Τουρκία, η οποία μοιράζεται σύνορα περίπου 900 χιλιομέτρων με τη Συρία στο νότιο τμήμα της, κατέστησε σαφές ότι οι πόρτες της είναι «ανοικτές σε όλους τους Σύρους που θέλουν να ξεφύγουν από την καταπίεση», όπως ο Νταβούτογλου το έθεσε τον περασμένο μήνα. Στρατόπεδα προσφύγων στο εσωτερικό της Τουρκίας αποτελούν ήδη το σπίτι για πάνω από 16.000 Σύρους, με πολλούς περισσότερους να αναμένεται να φτάσουν μέσα στις επόμενες εβδομάδες. Η Άγκυρα έχει προσφέρει ένα καταφύγιο όχι μόνο για τους πρόσφυγες, αλλά και για δεκάδες ακτιβιστές της Συρίας καθώς και τους ηγέτες των ανταρτών του Ελεύθερου Στρατού της Συρίας. Νωρίτερα αυτό το μήνα, αξιωματούχοι της κυβέρνησης δήλωσαν ότι η Τουρκία μελετά τη δυνατότητα εξοπλισμού των ανταρτών, τη δημιουργία ανθρωπιστικών διαδρόμων στη Συρία, ακόμη και την ανάπτυξη στρατευμάτων.
Ακόμα κι αν αυτό συνεπάγεται τη δέσμευσή της σε μια πιο ηθική εξωτερική πολιτική, η απόφαση της Τουρκίας να ρίξει το βάρος της στις αραβικές επαναστάτες αντανακλά επίσης τη realpolitik (ρεαλιστική πολιτική) των «μηδενικών προβλημάτων» αυτής της εποχής. Χωρίς αμφιβολία, οι εικόνες των ματωμένων διαδηλωτών στο Κάιρο, τη Χομς και την Τρίπολη έχουν χαλυβδώσει τους Τούρκους, τόσο στους δρόμους όσο και στην κυβέρνηση, υπέρ της άποψης ότι οι δικτάτορες που στρέφουν τα όπλα τους εναντίον των δικών τους ανθρώπων δεν έχουν το δικαίωμα να κυβερνούν. Όποτε ήταν δυνατόν, όμως, η κυβέρνηση Ερντογάν έκανε ό, τι μπορούσε για να συνδέσει αυτόν τον πρωτόγνωρο ενθουσιασμό της για τη δημοκρατία με τα τουρκικά συμφέροντα. Για παράδειγμα, σχετικά με τη Λιβύη, όσο οι συμβάσεις με τουρκικές επιχειρήσεις αξίας 15 δισεκατομμυρίων δολαρίων βρίσκονταν σε κίνδυνο, η Άγκυρα ήταν αντίθετη σε εξωτερική παρέμβαση. Όταν άλλαξε πορεία, με την αποστολή πέντε πλοίων του πολεμικού ναυτικού και ενός υποβρυχίου για να βοηθήσουν την επιβολή του εμπάργκο όπλων κατά του Καντάφι, απεγκλωβίζοντας και περιθάλποντας τραυματίες μαχητές από τη Βεγγάζη και δεσμεύοντας 300 εκατομμύρια δολάρια για το Εθνικό Μεταβατικό Συμβούλιο της Λιβύης, η Τουρκία σιγούρεψε ότι η βοήθειά της επρόκειτο να κεφαλαιοποιηθεί. Μέχρι τη στιγμή της θριαμβευτικής επίσκεψη Ερντογάν στη Λιβύη τον Σεπτέμβριο του 2011, ένα μήνα μετά την κατάληψη της Τρίπολης από τους εξεγερθέντες, οι τουρκικές εταιρείες ήταν στην πρώτη γραμμή της κούρσας για τις νέες συμβάσεις – και είχε λάβει διαβεβαιώσεις ότι οι παλιές συμφωνίες πρόκειται να τηρηθούν.
Αν η υποστήριξη της Τουρκίας στην αλλαγή καθεστώτος στη Λιβύη, ήταν προσδεμένη σε οικονομικά συμφέροντα, τότε η υποστήριξή της προς τη συριακή αντιπολίτευση είναι περισσότερο συνδεδεμένη με γεωπολιτικά συμφέροντα. Έχοντας υπολογίσει ότι οι μέρες του Άσαντ είναι μετρημένες, η Τουρκία θέλει να αποκομίσει στρατηγικά μερίσματα μόλις η αντιπολίτευση πάρει την εξουσία. Όταν έρθει η ώρα να σχηματιστεί η μετά-Άσαντ Συρία - και ιδίως να διευθετηθούν οι προσδοκίες της κουρδικής μειονότητας της χώρας – ο Ερντογάν θα περιμένει πανέτοιμος στο κατώφλι της Δαμασκού.
Αλλά υπάρχει και μια παγίδα. Όλη αυτή η πίεση για μια δημοκρατική αλλαγή θα ηχήσει τελικά κούφια εφόσον η δημοκρατία της ίδιας της Τουρκίας εξακολουθεί να δείχνει σημάδια σήψης. Η μεταρρυθμιστική διαδικασία της Τουρκίας, που κάποτε ωθείτο από την υπόσχεση της ένταξης στην ΕΕ, έχει εκφυλιστεί. Η σύγκρουση των Κούρδων, που σε μεγάλο βαθμό αδρανοποιήθηκε πριν από λίγα μόλις χρόνια, έχει και πάλι φουντώσει, κυρίως λόγω της αποτυχίας του ΑΚΡ να φέρει αποτελέσματα σε μια εξαιρετικά διαφημισμένη «κουρδική πρωτοβουλία», η οποία θα είχε χορηγήσει στην κουρδική κοινότητα κάποιο μέτρο τοπικής αυτονομίας και νέα πολιτιστικά δικαιώματα. Και ακόμη και με την απελευθέρωση των δύο δημοσιογράφων, Αχμέτ Σικ και Νεντίμ Σενέρ, στις 12 Μαρτίου, η Τουρκία εξακολουθεί να έχει περισσότερους δημοσιογράφους στη φυλακή από οποιαδήποτε άλλη χώρα στον κόσμο, σύμφωνα με την Τουρκική Ένωση Δημοσιογράφων. Στο Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου της φετινής χρονιάς, η χώρα τοποθετείται 148η σε όλο τον κόσμο, πέφτοντας από την 102η θέση που κατείχε το 2008 και κάτω από χώρες όπως η Ζιμπάμπουε, η Ρωσία και η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Υποφέροντας από εσωτερικές διαιρέσεις και ανταγωνιστικά συμφέροντα, το σύστημα δικαιοσύνης είναι μια αναπτυσσόμενη μαύρη τρύπα. Στους τελευταίους τρεις μήνες μόνο, εισαγγελείς προσπάθησαν να ξεκινήσουν μια έρευνα με στόχο τον ηγέτη της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης, κατηγόρησαν τον επικεφαλής της εθνικής υπηρεσίας πληροφοριών με ένα τρομοκρατικό κατηγορητήριο και συνέλαβαν έναν πρώην επικεφαλής του στρατού με την κατηγορία συνωμοσίας, αυξάνοντας τους φόβους ότι τμήματα της δικαστικής εξουσίας έχουν γίνει εργαλείο στα χέρια αντίπαλων πολιτικών και ιδεολογικών δυνάμεων.
Αν η Τουρκία δεν βάλει τα του οίκου της σε τάξη, η ικανότητά της να επηρεάζει τις περιφερειακές πολιτικές, θα υποφέρει. Κατ’ αρχήν, μια πιο αυταρχική Τουρκία θα έθετε τον εαυτό σε αντίθεση με τη Δύση και θα έθαβε τις ήδη μειωμένες πιθανότητές της για ένταξη στην ΕΕ, καθιστώντας την ένα πολύ λιγότερο ελκυστικό εταίρο, πολιτικά και οικονομικά, για τους γείτονές της. Η αντίφαση μεταξύ της νέας στάσης της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας και της κατάστασης της δημοκρατίας στο εσωτερικό της χώρας μπορεί να προκαλέσει επίσης αντιδράσεις. Τον Ιανουάριο, αφότου ο Ερντογάν επέκρινε το Ιράκ, ο Μαλίκι κατηγόρησε ανοιχτά τους Τούρκους για υποκρισία. «Αν είναι αποδεκτό να μιλήσει σχετικά με τη νομιμότητα της δικής μας εξουσίας», δήλωσε ο Μαλίκι, «τότε μπορούμε κι εμείς να μιλήσουμε για τη δική τους, και αν μιλούν για τις διαφορές μας μπορούμε να μιλήσουμε και για τις δικές τους».
Παράλληλα, το φλερτ της Τουρκίας με τον αυταρχισμό απειλεί να διαβρώσει τη διεθνή εμπιστοσύνη για τη βιωσιμότητα της δημοκρατίας στον μουσουλμανικό κόσμο. Καλώς ή κακώς, η έννοια του «τουρκικού μοντέλου» - η συντομογραφία για τον επιτυχή γάμο της δημοκρατίας και του πολιτικού Ισλάμ - έχει γίνει ένα απαραίτητο σημείο αναφοράς για τους υποστηρικτές της συστημικής αλλαγής στη Μέση Ανατολή. Δεν είναι μυστικό ότι η εμπιστοσύνη της Δύσης στην πορεία των αραβικών εξεγέρσεων έχει ήδη δοκιμαστεί. Σε περίπτωση που η Τουρκία συνεχίσει να διολισθαίνει μακριά από τη δημοκρατία, αυτή η εμπιστοσύνη θα πληγεί περαιτέρω.

Δεν υπάρχουν σχόλια: