Δεδομένης της πρωτοφανούς κοινωνικής εξαθλίωσης,θα περίμενε κανείς πως η ελληνική κοινωνία θα είχε καλύτερα αντανακλαστικά, αντιδρώντας μαζικά και αποφασιστικά απέναντι στις εφαρμοζόμενες πολιτικές που έγιναν η αιτία το επίπεδο ζωής να έχει φτάσει σχεδόν εκεί που ήταν μεταπολεμικά. Αυτή η συνειδητή ή ασυνείδητη προσδοκία που είχαν πολλοί διαψεύσθηκε όμως, ειδικά αν αναλογιστούμε το μέγεθος της «κρίσης»: Ενώ η φτώχεια από μόνη της θα έπρεπε, λογικά, ν’ αποτελέσει εξεγερσιακό παράγοντα, φαίνεται πως οι «πολίτες» αυτής της χώρας δεν μπορούν να σκεφτούν πολιτικά και να δράσουν ανάλογα παρόλο που βρίσκονται ήδη σε ελεύθερη πτώση, έχοντας περάσει από το στάδιο του να μετεωρίζονται στο «χείλος του γκρεμού».
Την κατάσταση κάνει (φαινομενικά) ακόμα πιο ανεξήγητη και το γεγονός πως ενώ η πλειοψηφία φαίνεται πως κατανοεί πια ότι ζει σε ένα ανελεύθερο, αυταρχικό (αν όχι ολοκληρωτικό) καθεστώς, δεν μπορεί να βρει τη δύναμη να διεκδικήσει έστω τα αυτονόητα: ψωμί και ελευθερία (για παιδεία, υγεία, δικαιοσύνη ούτε λόγος να γίνεται).
Αν κάποιος μπορούσε να περιγράψει με λεπτομέρειες τη σημερινή κατάσταση σε κάθε κάτοικο αυτής της χώρας, ατομικά, πριν από π.χ. 10, 20 ή 30 χρόνια, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα είχε τις διαβεβαιώσεις της συντριπτικής πλειοψηφίας πως «αν μας κάνουν έτσι θα τα κάνουμε όλα λαμπόγυαλο». Κι όμως: η...
μέχρι πρόσφατα καλομαθημένη «μεσαία» τάξη που θίγεται για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, δείχνει ακόμα κεραυνοβολημένη, ενώ οι ανέκαθεν «υποψιασμένοι» της Αριστεράς, αποδεικνύουν καθημερινά πως δεν μπορούν ή δεν θέλουν (ή και τα δύο μαζί) να αναλάβουν έστω και επιμέρους πρωτοβουλίες οι οποίες είτε θα αφύπνιζαν και θα οργάνωναν τον κόσμο είτε τουλάχιστον θα μείωναν κάπως τα αποτελέσματα της επίθεσης των κυρίαρχων στρωμάτων και του πολιτικού τους προσωπικού εναντίον του λαού. Για παράδειγμα, είναι πραγματικά τόσο δύσκολο να οργανωθεί μια γενική απεργία διαρκείας, μέσω της οποίας η κοινωνία θα προέβαλε τα αιτήματά της για αξιοπρεπή ζωή (από οικονομική, κοινωνική, πολιτική άποψη); Ή έστω, είναι τόσο δύσκολο να υπάρξει ένα κοινό μέτωπο που να ακυρώσει στην πράξη ένα (μόνο ένα – έτσι για δείγμα) από τα επαχθή μέτρα (π.χ. το χαράτσι που επιβλήθηκε σε όσους έχουν ακίνητα); Η Αριστερά απέδειξε πως είναι ανίκανη να κάνει ακόμα και το ελάχιστο: να καλέσει π.χ. τον λαό να αρνηθεί μαζικά να πληρώσει τα γαμησιάτικα, παρέχοντάς του νομική κάλυψη. Τι θα αποφάσιζε αλήθεια ένα δικαστήριο αν οι προσφεύγοντες ή αιτούντες ήταν 300.000 ή 4.000.000 ;
μέχρι πρόσφατα καλομαθημένη «μεσαία» τάξη που θίγεται για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, δείχνει ακόμα κεραυνοβολημένη, ενώ οι ανέκαθεν «υποψιασμένοι» της Αριστεράς, αποδεικνύουν καθημερινά πως δεν μπορούν ή δεν θέλουν (ή και τα δύο μαζί) να αναλάβουν έστω και επιμέρους πρωτοβουλίες οι οποίες είτε θα αφύπνιζαν και θα οργάνωναν τον κόσμο είτε τουλάχιστον θα μείωναν κάπως τα αποτελέσματα της επίθεσης των κυρίαρχων στρωμάτων και του πολιτικού τους προσωπικού εναντίον του λαού. Για παράδειγμα, είναι πραγματικά τόσο δύσκολο να οργανωθεί μια γενική απεργία διαρκείας, μέσω της οποίας η κοινωνία θα προέβαλε τα αιτήματά της για αξιοπρεπή ζωή (από οικονομική, κοινωνική, πολιτική άποψη); Ή έστω, είναι τόσο δύσκολο να υπάρξει ένα κοινό μέτωπο που να ακυρώσει στην πράξη ένα (μόνο ένα – έτσι για δείγμα) από τα επαχθή μέτρα (π.χ. το χαράτσι που επιβλήθηκε σε όσους έχουν ακίνητα); Η Αριστερά απέδειξε πως είναι ανίκανη να κάνει ακόμα και το ελάχιστο: να καλέσει π.χ. τον λαό να αρνηθεί μαζικά να πληρώσει τα γαμησιάτικα, παρέχοντάς του νομική κάλυψη. Τι θα αποφάσιζε αλήθεια ένα δικαστήριο αν οι προσφεύγοντες ή αιτούντες ήταν 300.000 ή 4.000.000 ;
Ίσως να μην είναι ώρα για μια (ακόμα) σκληρή κριτική στην ελληνική Αριστερά, αλλά κάποια πράγματα μιλούν από μόνα τους. Τόσο πολύ που δεν χρειάζεται καν να γίνει πανηγυρικά αυτή η κριτική. Η δημοσκοπικά θριαμβεύουσα Αριστερά και τα κόμματά της (κοινοβουλευτικά αλλά και εξωκοινοβουλευτικά), κατάφεραν το απόλυτο τίποτα. Ή μάλλον κατάφεραν μια δημοσκοπική άνοδο (που περισσότερο φαίνεται ν’ αποτελεί την – δημοσκοπική – έκφραση οργής παρά συνειδητή πολιτική επιλογή) η οποία είναι άγνωστο ακόμα πώς θα αποτυπωθεί στις εθνικές εκλογές που θα γίνουν (αν και όταν γίνουν…) . Κατά τα λοιπά, στην καλύτερη γι’ αυτήν περίπτωση, λάμπει δια της ουσιαστικής απουσίας της.
Το πώς το καπιταλιστικό φαντασιακό ωθεί το άτομο και τις κοινωνίες στην απάθεια, την κλειστότητα, την αποχαύνωση κλπ. έχει αναλυθεί ενδελεχώς από πάρα πολλούς φιλόσοφους, στοχαστές και πολιτικούς αναλυτές και θα ήταν άκομψο και βαρετό να αρχίσουμε πάλι τις επαναλήψεις. Χωρίς λοιπόν, σε καμία περίπτωση, να παραγνωρίζεται η κομβικότητα των προσεγγίσεων αυτών, ίσως να μην είναι χωρίς νόημα και μία πολύ πρόχειρη ψυχαναλυτική προσέγγιση, που θα γίνει άμεσα αντιληπτή, μόνο και μόνο με την παράθεση κάποιων ορισμών και με τον παραλληλισμό του υποκειμένου της ψυχαναλυτικής προσέγγισης με το άτομο ως πολιτικό και κοινωνικό ον:
Άρνηση: Το παιδί αρνείται να συναισθανθεί κάποια δυσάρεστη πραγματικότητα. Γυρίζει την πλάτη του σ’ αυτήν, την αρνείται και αντιστρέφει στην φαντασία του τα ανεπιθύμητα γεγονότα. Έτσι, ο «κακός» πατέρας μετατρέπεται φανταστικά σε προστάτη. Έχοντας σαν παιδί μειωμένες ικανότητες να επιβιώσει στο περιβάλλον που ζει, αποφεύγει να συγκρουστεί. Ο μηχανισμός αυτός ανήκει σε μια ομαλή φάση της ανάπτυξής του προκειμένου να επιβιώσει.
Όταν όμως η διαδικασία αυτή συνεχίζεται στην ενήλικη ζωή μπορεί να οδηγήσει σε «ψυχοκοινωνικές» ασθένειες.
Η δυνατότητα του ενήλικου ανθρώπου να αρνείται την πραγματικότητα είναι τελείως ασυμβίβαστη με μια άλλη λειτουργία-ικανότητά του εξαιρετικά πολύτιμη: την ικανότητά του ν’ αναγνωρίζει και να εκτιμά κριτικά την πραγματικότητα των αντικειμένων.
Συνέπειες της Άρνησης:
Εμβροντησία: Μειωμένη αντίδραση καθώς και ατελής απαντητικότητα στα γύρω συμβαίνοντα.
Καταπληξία: Πρόσκαιρη απώλεια της μυϊκής δύναμης και αδυναμία που προκαλείται από ποικίλες συναισθηματικές καταστάσεις.
Προκλητή υποβολιμότητα: Ο άνθρωπος είναι σαν να παραδίδεται στη βούληση του εξουσιάζοντος και να αντλεί από αυτήν τη δική του κινητική συμπεριφορά.
Αγαλματώδεις στάσεις: Παράδοξες στάσεις που προσλαμβάνονται σα να παγώνει μια κίνηση και να καθίσταται ένας άνθρωπος ανέκφραστος σε μια γωνιά. Και παραμένει σ’ αυτή την αλλόκοτη, όσο και άβολη θέση, σα να απολιθώθηκε.
Αλαλία: Άρνηση της επικοινωνίας μέσω της ομιλίας.
Ο φόβος της σύγκρουσης είναι εύλογος.
Οι συνέπειες όμως της Άρνησης για σύγκρουση, προκειμένου ν’ αποφευχθεί ο φόβος, είναι πολύ χειρότερες.
Η (σύγ)κρουση που προσπαθούμε να αποφύγουμε έχει γίνει «ελαστική» και ανώδυνη μόνο για τους γνωστούς επιτιθέμενους (εξουσιαστές και επίδοξους εξουσιάζοντες).
Στη Φυσική επιστήμη, η ορμή είναι μια φυσική ποσότητα που σχετίζεται με τη μάζα και την ταχύτητα. Κατά την κρούση μεταξύ δύο «σωμάτων», η συνολική ορμή θα παραμείνει σταθερή (αρχή διατήρησης της ορμής).
Η «συνολική ορμή» θα παραμείνει σταθερή, αλλά το θέμα είναι το προς τα πού αυτή θα γείρει τη ζυγαριά. Κι αυτό εξαρτάται από τις δική μας ενέργεια. Καμιά πράξη μας δεν είναι ασήμαντη.
Η πολιτική μας ενηλικίωση δεν είναι αναπόφευκτη (η Ιστορία δεν πηγαίνει πάντα «εμπρός») αλλά είναι απολύτως απαραίτητη. Είναι η μόνη πιθανότητα για μια καλύτερη ζωή. Μ’ αυτή την έννοια, οφείλουμε να ενηλικιωθούμε πολιτικά, έχοντας συναίσθηση ότι και η σύγκρουση, αν και όταν χρειαστεί να έρθει, μπορεί να αποβεί υπέρ μας – αρκεί να αποτελεί συνειδητή πολιτική επιλογή και τα μέσα μας να συνάδουν με τους πολιτικούς μας στόχους όπως αυτοί αναδεικνύονται κάθε φορά μέσα από τις αντίστοιχες (οριζόντιες, αυτονοηματοδοτούμενες, αυτόνομες) διαδικασίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου