By John Gapper
Ορισμένες φορές η πιο προφανής και δελεαστική στρατηγική είναι η πιο ανόητη. Αυτό αρμόζει για την απόφαση της Αργεντινής να κατασχέσει το πλειοψηφικό πακέτο μετοχών της YPF, της μεγαλύτερης πετρελαϊκής της χώρας, από τον ισπανικό ενεργειακό όμιλο Repsol. Η στρατηγική είναι προφανής επειδή οι χώρες της Λατινικής Αμερικής έχουν συχνά καταφύγει στην πρακτική της απαλλοτρίωσης των περιουσιακών στοιχείων ξένων εταιρειών, με πρώτη τη Βολιβία το 1937 στην υπόθεση της Standard Oil. Είναι επίσης δελεαστική για την πρόεδρο Christina Fernandez de Kirchner επειδή το πετρέλαιο είναι ακριβό, η εμπιστοσύνη στην κυβέρνησή της αποδυναμώνεται και η Repsol αποτελεί εύκολο στόχο. Είναι, όμως, και ανόητη. Η κ. Fernandez ακολουθεί λάθος τακτική. Ο κοινός νους λέει ότι θα πρέπει να ασκεί κανείς πιέσεις στους διεθνούς ενεργειακούς ομίλους αφού ολοκληρωθεί η σκληρή περίοδος των επενδύσεων και των ερευνών, ώστε η κρατικά ελεγχόμενη πετρελαϊκή να μπορεί να απολαύσει τα οφέλη. Η κίνηση αυτή δεν πρέπει να γίνεται όταν... η χώρα αντιμετωπίζει βαθιά δημοσιονομικά προβλήματα, όταν δεν έχει πρόσβαση στις διεθνείς κεφαλαιαγορές και όταν δεσπόζει ο κίνδυνος μεγάλων δυσκολιών στην προσέλκυση επενδύσεων. Η αντιμετώπιση των ενεργειακών προβλημάτων της Αργεντινής θα ήταν δύσκολη υπόθεση για οποιαδήποτε εταιρία, πόσο μάλλον για «την επιχείρηση με τη χειρότερη διοίκηση στον κόσμο», όπως υποστηρίζει ο Francisco Monaldi, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο της Βενεζουέλας, αναφερόμενος στην κατάσταση που επικρατούσε στην YPF πριν από την ιδιωτικοποίησή της το 1992. Υπό κρατική διοίκηση, η YPF κατόρθωσε να καταγράψει ακόμη και ζημίες…, επίτευγμα ομολογουμένως παράδοξο για μία πετρελαϊκή. Αδιαμφισβήτητα, η YPF βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση από ό,τι πριν από 13 χρόνια υπό τη διοίκηση της Repsol. Τώρα, όμως, η YPF και η κυβέρνηση της Αργεντινής θα πρέπει να αναπτύξουν την τεράστια ανακάλυψη αερίου από σχιστόλιθο στη Vaca Muerta χωρίς τη στήριξη ενός μεγάλου δυτικού ενεργειακού ομίλου που θα μπορούσε να παρέχει τα κεφάλαια, την τεχνολογία, αλλά και τον... αποδιοπομπαίο τράγο εάν κάτι δεν πάει καλά. Πολλοί εντυπωσιάστηκαν από την πραξικοπηματική κίνηση της κ. Fernandez. Λες και εκείνη εφηύρε την ιδέα της κατάσχεσης των ενεργειακών πόρων. Την Τρίτη, ο Antonio Brafau, ο πρόεδρος της Repsol, προειδοποίησε ότι «αυτές οι ενέργειες δεν θα περάσουν ατιμώρητες», ενώ ο Felipe Calderon, ο πρόεδρος του Μεξικού, δήλωσε ότι «ουδείς σώφρων θα επενδύσει σε μία χώρα που απαλλοτριώνει επενδύσεις». Το πρόβλημα -όπως γνωρίζει η Αργεντινή- είναι ότι και οι δύο αυτές δηλώσεις είναι πιθανότατα εσφαλμένες. Δεν είναι μεγάλες οι πιθανότητες έξωθεν τιμωρίας της Αργεντινής (προς το παρόν… αυτοτραυματίζεται). Το χειρότερο που θα μπορούσε να υποστεί είναι μία αρνητική απόφαση από την επιτροπή επιδιαιτησίας. Εν τω μεταξύ, ο κόσμος βρίθει επενδυτών και εταιρειών που είναι έτοιμοι να επιστρέψουν σε αυτού του τύπου τις αγορές. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη κίνηση εθνικοποίησης βασικών πόρων της τελευταίας πενταετίας. Πρέπει, όμως, να σημειωθεί ότι υπήρξαν και άλλες αντίστοιχες κινήσεις την περίοδο 2003-2008. Στη Ρωσία, κατασχέθηκε η Yukos και η Gazprom πήρε το πλειοψηφικό πακέτο στο project φυσικού αερίου Sakhalin III από τη Royal Dutch Shell. Στη Λατινική Αμερική, η Αργεντινή, η Βολιβία, το Εκουαδόρ και η Βενεζουέλα ανέλαβαν τον έλεγχο του προγράμματος ανάπτυξης Orinoco Belt. Παράλληλα, χώρες του G7 αναγκάστηκαν να δεχθούν επαναδιατύπωση των όρων των συμβολαίων τους. Βεβαίως, αυτό δεν ισοδυναμεί με την κατάσχεση των εταιριών, αλλά αξίζει να αναφερθεί δεδομένου ότι πρόκειται για αλλαγή των κανόνων του παιχνιδιού αφού γίνουν οι επενδύσεις. Οι κυβερνήσεις καταλήγουν σε συμφωνία με επιχειρήσεις όταν η τιμή του πετρελαίου βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα και το κόστος εξόρυξης είναι υψηλό. Στη συνέχεια, αφού γίνει όλη η ακριβή δουλειά και οι αποδόσεις βρίσκονται στην ανιούσα, καταργούν αυτές τις συμφωνίες. «Αυτές οι συμφωνίες θεωρητικά διαρκούν 30 χρόνια, σπανίως όμως φτάνουν μέχρι εκεί», δηλώνει και ο Louis Wells, καθηγητής του Harvard που έχει συμμετάσχει ως ειδικός σε πολλές περιπτώσεις διαιτησίας. Μακροπρόθεσμα, συνήθως τη γλιτώνουν αφού καταβάλουν κάποια αποζημίωση. Η ExxonMobil και η ConocoPhillips αντιστάθηκαν στην επιδρομή της Βενεζουέλας στην Orinoco. Άλλοι όμως, όπως η Total, η ΒΡ και η Chevron, υποχώρησαν. Η ιταλική ΕΝΙ ζήτησε αποζημίωση, αλλά επέστρεψε στη συμφωνία με την PDVSA, την κρατικά ελεγχόμενη εταιρία, το 2010. Στην περίπτωση της Αργεντινής, η κατάσχεση χαρακτηρίζεται ακραία, υλοποιείται σε κακή χρονική περίοδο και δεν προσφέρει λύση στο επιχείρημα της Christina Fernandez - ότι η Repsol δεν επένδυσε αρκετά στη χώρα της. Ζητούσε από τη Repsol να σταματήσει να παίρνει το 90% των κερδών της εταιρίας υπό τη μορφή μερισμάτων και να τα επανεπενδύσει στην παραγωγή πετρελαίου. Το αίτημα αυτό, όμως, παραγνωρίζει ορισμένα σημαντικά δεδομένα. Το πρώτο είναι πως τα κοιτάσματα της Αργεντινής ανακαλύφθηκαν το 1907 και πως -όπως συμβαίνει και σε άλλα μέρη του κόσμου- σταδιακά εξαντλούνται. Μία εταιρία μπορεί να αναβαθμίσει την τεχνική εξόρυξης -όπως κάνει η YPF-, αλλά δεν μπορεί να φέρει πίσω τον χρόνο, ούτε να αλλάξει τους κανόνες της γεωλογίας. Από τότε που ο Nestor Kirchner αναδείχθηκε στην εξουσία το 2003, η Αργεντινή μετατράπηκε σε μη φιλική χώρα για τις πετρελαϊκές. Έβαλε πλαφόν στις εγχώριες τιμές των καυσίμων και διατήρησε την τιμή χονδρικής που καταβάλλει στην YPF σε επίπεδα κατώτερα από εκείνα της διεθνούς αγοράς. Έδινε με άλλα λόγια στη Repsol το κίνητρο να επενδύσει σε λιγότερο παρεμβατικές χώρες, όπως η Βραζιλία. Η πολιτική του ζεύγους Kirchner ήταν εκείνη που οδήγησε την πολιτική μερισμάτων. Η Repsol δάνεισε στην Petersen Energia, η οποία ελέγχεται από την οικογένεια Eskenazi, για να εξαγοράσει το 25% της YPF όταν οι Εskenazi ήταν κοντά στον κ. Kirchner. Το μέρισμα ήταν απαραίτητο για να αποπληρωθεί το δάνειο. Η κ. Fernandez, όμως, δεν έχει πλέον την ίδια σχέση με την οικογένεια Eskenazi. Η απομάκρυνση της Repsol ουσιαστικά δεν λύνει κανένα από τα προβλήματα που δημιούργησε η ίδια η κυβέρνηση της Αργεντινής. Αντιθέτως, εκμηδενίζει τις επενδύσεις τη στιγμή που είναι απολύτως αναγκαίες για την εκμετάλλευση της Vaca Muerta, που θα μπορούσε να είναι το τρίτο μεγαλύτερο κοίτασμα φυσικού αερίου στον κόσμο. Το έργο αυτό, όμως, απαιτεί κεφάλαια και τεχνολογία. Και η Αργεντινή δεν έχει τίποτε από τα δύο. Μακροπρόθεσμα, η Αργεντινή μπορεί να βρει κάποιον να καλύψει το κενό. Ίσως μία κινεζική εταιρία όπως η Sinopec, με την οποία η Repsol βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις προτού «χτυπήσει» η κ. Fernandez. Όποια πολυεθνική κι αν ενδιαφερθεί, πάντως, θα ζητήσει υψηλό τίμημα για να αντισταθμίσει τον μεγάλο πολιτικό κίνδυνο. Εάν μία χώρα παραδοθεί στο δέλεαρ της εθνικοποίησης των βασικών της πόρων, θα πρέπει να το πράξει με λογικό τουλάχιστον τρόπο. Η κ. Fernandez δεν τα κατάφερε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου