Κινητοποιώντας τη νεωτερικότητα
Ζούμε, όπως μας λένε, μέσα σε μια ιδεολογική κρίση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι παγιδευμένες σε πολιτικό αδιέξοδο και γενικότερη δυσλειτουργία, η Ευρώπη χρεοκοπεί και καταρρέει, η Κίνα αναπτύσσεται. Διαδηλωτές βγαίνουν στους δρόμους σε όλες τις προηγμένες βιομηχανικές δημοκρατίες. Οι μεγάλοι και τρανοί συναντώνται στο Νταβός για να αναζητήσουν «νέα μοντέλα», ενώ σοβαροί σχολιαστές μελετούν ποιος και τι θα διαμορφώσει το μέλλον.
Η ιστορική προοπτική, ωστόσο, δείχνει αντιθέτως ότι η πραγματική αφήγηση της εποχής μας δεν έχει στο επίκεντρό της την ιδεολογική ανακατάταξη, αλλά τη σταθερότητα. Τα σημερινά προβλήματα είναι μεν πραγματικά, αλλά σχετίζονται μάλλον με πολιτικές παρά με αρχές. Οι μεγαλύτερες μάχες που αφορούσαν τη διάρθρωση της μοντέρνας πολιτικής και οικονομίας δόθηκαν στο πρώτο μισό του περασμένου αιώνα και τερματίστηκαν με την εμφάνιση του πλέον επιτυχημένου συστήματος που είχε ποτέ δει ο κόσμος.
Πριν από ενενήντα χρόνια, σε ένα από τα πρώτα τεύχη αυτού του περιοδικού, ο πολιτικός επιστήμονας Harold Laski σημείωνε ότι με την άνοδο των «μαζών» στην πολιτική εξουσία, η πρόκληση της νεωτερικής δημοκρατικής διακυβέρνησης προσέφερε στους απλούς πολίτες ικανό «σταθερό πλεονέκτημα, ώστε να καταστήσουν τη διατήρησή της μια υπόθεση πρώτης...
ανάγκης». Μιάμιση γενιά αργότερα, με τη δημιουργία του μεταπολεμικού κανόνα της αμοιβαίας στήριξης των φιλελεύθερων δημοκρατιών με τις μικτές οικονομίες, η πρόκληση αυτή υλοποιήθηκε, και ως αποτέλεσμα, πολύς κόσμος σε πολλά μέρη έζησε ζωή με μεγαλύτερη διάρκεια, περισσότερο πλούτο και περισσότερη ελευθερία, σε σχέση με οποτεδήποτε στο παρελθόν. Με ιδεολογικούς όρους, τουλάχιστον, όλα τα υπόλοιπα είναι απλώς λόγια. ( … )
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΥ
Στην προ-νεωτερική εποχή, ένα πυκνό πλέγμα διαπλεκόμενων σχέσεων, κληρονομημένων από το παρελθόν και καθαγιασμένων από τη θρησκεία, δέσποζε στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή. Περιορισμένη ατομική ελευθερία και ουσιώδεις παροχές συνυπήρχαν με μια αδιαμφισβήτητη κοινωνική αλληλεγγύη. Με την άνοδο του καπιταλισμού κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, τα παραδοσιακά τοπικά καθεστώτα άρχισαν να φθίνουν, καθώς η αυξανόμενη εξάπλωση και κυριαρχία των σχέσεων της αγοράς, οδήγησαν σε κατάρρευση τις υφιστάμενες ιεραρχίες. Η αλλαγή αυτή πυροδότησε οικονομική και κοινωνική δυναμική, αύξηση των υλικών απολαβών και των ατομικών ελευθεριών, με παράλληλη υποχώρηση του αισθήματος της κοινότητας. Όσο αυτή η τάση εξελισσόταν, η πρώτη νεωτερική πολιτική ιδεολογία, ο παραδοσιακός φιλελευθερισμός, εμφανίστηκε για να την τιμήσει και να τη δικαιολογήσει.
Ο φιλελευθερισμός υπογράμμισε τη σημασία της κυριαρχίας του νόμου, του περιορισμένου κράτους και των ελεύθερων εμπορικών συναλλαγών. Ανέδειξε τα πολλαπλά οφέλη ενός κόσμου που κινείται υπό την επιρροή των αγορών και όχι από τις παραδοσιακές κοινότητες. Πρόκειται για την αλλαγή που ο ιστορικός της οικονομίας Karl Polanyi θα χαρακτήριζε ως «μεγάλο μετασχηματισμό». Όμως, μαζί με τα κέρδη ήρθαν και οι ζημίες, υπό την έννοια της θέσης, της κοινωνικής και ψυχολογικής σταθερότητας, των παραδοσιακών αναχωμάτων απέναντι στις αντιξοότητες της ζωής.
Όντας ελεύθερος, ο καπιταλισμός παρήγαγε μακροπρόθεσμα συλλογικά οφέλη, σε παράλληλη πορεία με τη μεγαλύτερη αστάθεια και ανισότητα. Αυτός ο συνδυασμός είχε ως αποτέλεσμα αυτό που ο Polanyi αποκάλεσε «διπλή δράση», μια σταδιακή διεύρυνση τόσο της κοινωνίας της αγοράς όσο και των αντιδράσεων εναντίον της. Ως εκ τούτου, μέχρι το τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα ο φιλελευθερισμός αμφισβητήθηκε από τον αντιδραστικό εθνικισμό και τον κοσμοπολιτικό σοσιαλισμό, καθώς τόσο η Δεξιά όσο και η Αριστερά υπόσχονταν, η καθεμία με τον τρόπο της, ανακούφιση από τη θύελλα και το άγχος της σύγχρονης ζωής.
Η ολέθρια καταστροφή που προκάλεσε ο Μεγάλος Πόλεμος και ο οικονομικός εφιάλτης της Μεγάλης Ύφεσης, οδήγησαν σε κρίσιμο σημείο τις αντιφάσεις της νεωτερικότητας, αποκαλύπτοντας φαινομενικά τη χρεοκοπία της φιλελεύθερης τάξης πραγμάτων και την ανάγκη για τη χάραξη ενός άλλου, καλύτερου δρόμου. Ενώ οι δημοκρατίες παρέμεναν αναποφάσιστες και παρέπαιαν στη διάρκεια των δεκαετιών του 1920 και του 1930, φασιστικά και κομμουνιστικά καθεστώτα πήραν τον έλεγχο του πεπρωμένου τους και φάνηκαν να προσφέρουν ακαταμάχητα εναλλακτικά μοντέλα νεωτερικής πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης.
Με τον καιρό, ωστόσο, τα προβλήματα που πήγαζαν από όλες αυτές τις προσεγγίσεις έγιναν εμφανή. Έχοντας απορρίψει την έμφαση που έδινε ο φιλελευθερισμός στην ατομική και πολιτική ελευθερία, τόσο ο φασισμός όσο και ο κομμουνισμός σύντομα εξέπεσαν στην οργανωμένη βαρβαρότητα. Το όραμα που προσέφεραν για το μέλλον, όπως τόνισε ο George Orwell, ήταν «μια μπότα να συντρίβει ένα ανθρώπινο πρόσωπο, για πάντα». Εντούτοις, ο παραδοσιακός φιλελευθερισμός αποδείχθηκε εξίσου δυσάρεστος, δεδομένου ότι δεν περιελάμβανε επαρκή τεκμηρίωση όσον αφορά την ενεργό διακυβέρνηση και, ως εκ τούτου, δεν διέθετε απάντηση για μια οικονομική κρίση που θα βύθιζε μεγάλα στρώματα της κοινωνίας στη φτώχια και την απελπισία.
Ο φασισμός συνετρίβη σε έναν δεύτερο, ακόμη πιο καταστροφικό παγκόσμιο πόλεμο. Ο κομμουνισμός απώλεσε τη γοητεία του όταν αποκαλύφθηκε ο καταπιεστικός χαρακτήρας του και, εντέλει, κατέρρευσε κάτω από το ίδιο του το βάρος, καθώς το ξένο προς τις αγορές οικονομικό του σύστημα δεν ήταν σε θέση να παραγάγει διαρκή ανάπτυξη. Έτσι, η βασική αρχή του φιλελευθερισμού, που ήταν το laissez faire, ξεχάστηκε μέσα στα βάθη της Ύφεσης.
Αυτό που τελικά αναδείχθηκε νικητήριο μέσα από τα χαλάσματα, ήταν ένα υβριδικό σύστημα, που συνδύαζε τον πολιτικό φιλελευθερισμό με τη μικτή οικονομία. Όπως παρατήρησε ο πολιτικός επιστήμονας Sheri Berman, «η μεταπολεμική τάξη πραγμάτων παρουσίαζε ένα ιστορικό παράδοξο: ο καπιταλισμός επέζησε, αλλά ήταν ένας καπιταλισμός διαφορετικός από τον προπολεμικό, πιο ήπιος και περιορισμένος από την ισχύ του δημοκρατικού κράτους, συχνά υπόδουλος στον στόχο της κοινωνικής σταθερότητας και αλληλεγγύης μάλλον, παρά το αντίθετο». Ο Berman αποκαλεί αυτό το μίγμα «σοσιαλδημοκρατία». Άλλοι διανοούμενοι χρησιμοποιούν διαφορετικούς όρους: ο Jan-Werner Müller προτιμά τη «χριστιανοδημοκρατία», ο John Ruggie προτείνει τον «ενσωματωμένο φιλελευθερισμό», ο Karl Dietrich Bracher μιλά για «δημοκρατικό φιλελευθερισμό», ο Francis Fukuyama έγραψε για το «τέλος της Ιστορίας», οι Daniel Bell και Seymour Martin Lipset είδαν το «τέλος της ιδεολογίας». Όλοι ουσιαστικά αναφέρονται στο ίδιο πράγμα. Ο Bell τοποθετήθηκε ως εξής το 1960:
Ελάχιστοι σοβαροί άνθρωποι πιστεύουν πια ότι μπορεί κάποιος να καταστρώσει «πρόγραμμα» και μέσω της «κοινωνικής μηχανικής» να φέρει στον κόσμο μια νέα ουτοπία κοινωνικής αρμονίας. Ταυτόχρονα, οι παλιές «αντι-πεποιθήσεις» έχασαν επίσης την πνευματική τους δύναμη. Λίγοι «παραδοσιακοί» φιλελεύθεροι επιμένουν ακόμη ότι το Κράτος δεν θα πρέπει να παίζει κανέναν ρόλο στην οικονομία, και ελάχιστοι σοβαροί συντηρητικοί, τουλάχιστον στην Αγγλία και στην ηπειρωτική Ευρώπη, πιστεύουν ότι το Κράτος Πρόνοιας αποτελεί «οδό υποδούλωσης». Συνεπώς, σήμερα στον δυτικό κόσμο υπάρχει μια χονδρική συναίνεση των διανοουμένων πάνω στα πολιτικά ζητήματα: την αποδοχή του Κράτους Πρόνοιας, την επιθυμία για αποκεντρωμένη εξουσία, το σύστημα μικτής οικονομίας και τον πολιτικό πλουραλισμό.
Αντανακλώντας τα κατάλοιπα της ιδεολογικής αποχαλίνωσης του Μεσοπολέμου, το σύστημα έδωσε έμφαση όχι στην υπέρβαση αλλά στον συμβιβασμό. Δεν προσέφερε ούτε σωτηρία ούτε ουτοπία, παρά μόνο ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο οι πολίτες θα μπορούσαν να επιδιώξουν την προσωπική βελτίωσή τους. Δεν υπήρξε ποτέ τόσο ικανοποιητικό όσο οι θρησκείες τις οποίες αντικατέστησε, ιερές ή κοσμικές. Μάλιστα, παραμένει σε εξέλιξη, καθώς απαιτεί επιδιορθώσεις και τροποποιήσεις, δεδομένου ότι οι συνθήκες και οι τάσεις αλλάζουν. Εντούτοις, η επιτυχία του είναι προφανής, και φανερώνει ότι το βασικό του πλαίσιο έχει παραμείνει εντυπωσιακά άθικτο.
ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
Κεντρικό ζήτημα στη νεωτερικότητα υπήρξε το πώς θα συμβιβαζόταν ο καπιταλισμός με τη μαζική δημοκρατία. Από τη στιγμή που η μεταπολεμική τάξη πραγμάτων έδωσε μια καλή απάντηση, πέτυχε να αντιμετωπίσει όλες τις επακόλουθες προκλήσεις. Οι ανακατατάξεις που συνέβησαν στα τέλη της δεκαετίας του 1960 απείλησαν να την αποδιοργανώσουν. Όμως, παρά τα όσα πίστευαν οι ακτιβιστές εκείνης της εποχής, δεν είχαν πολλά να προτείνουν όσον αφορά την πολιτική ή την οικονομία, κι έτσι η διαρκέστερη επίδρασή τους περιορίστηκε στην κοινωνική ζωή. Παραδόξως, τα γεγονότα αυτά σταθεροποίησαν το σύστημα αντί να το ανατρέψουν, βοηθώντας το να επιβιώσει στην πλήρη δυναμική του, φέρνοντας μέσα από τα τείχη του κάστρου ομάδες πληθυσμού που προηγουμένως ήταν υποβαθμισμένες και στερημένες. Οι νεοφιλελεύθεροι επαναστάτες της δεκαετίας του 1980 δεν είχαν καλύτερη τύχη και ποτέ δεν κατόρθωσαν να γυρίσουν πολύ πίσω τους δείκτες του ρολογιού.
Εν τω μεταξύ, όλες οι πιθανές εναλλακτικές προτάσεις στον αναπτυσσόμενο κόσμο, αποδείχθηκε ότι ήταν αδιέξοδες ή πρόσκαιρες παρακάμψεις από την πεπατημένη. Η πολυδιαφημισμένη άνοδος των Τρίτων χωρών (“rise of the rest”) δεν αφορούσε την αμφισβήτηση της μεταπολεμικής μορφής της δυτικής πολιτικής οικονομίας, αλλά την ενίσχυσή της: οι χώρες που είχαν παρουσιάσει άνοδο, είχαν φθάσει σε αυτό το επίπεδο ενστερνιζόμενες το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, τιθασεύοντας ορισμένα από τα αποσταθεροποιητικά χαρακτηριστικά του και φιλελευθεροποιώντας το καθεστώς που διέπει τη δημόσια διοίκηση, παράλληλα με τη φιλελευθεροποίηση των κοινωνιών τους (και θα αποτύχουν αν δεν συνεχίσουν να ενεργούν κατά τον ίδιο τρόπο).
Εντούτοις, αν και το οικοδόμημα εξακολουθεί να υπάρχει, στο παρελθόν έχει ζήσει καλύτερες μέρες. Η κακοδιαχείριση των δημοσίων δαπανών και της δημοσιονομικής πολιτικής, είχε ως αποτέλεσμα τα μη βιώσιμα επίπεδα χρέους στον προηγμένο βιομηχανικό κόσμο, την ώρα που ώριμες οικονομίες δυσκολεύονταν να παράγουν δυναμική ανάπτυξη και να παράσχουν πλήρη απασχόληση σε ένα ολοένα και πιο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Η χαλαρότητα στο σύστημα ελέγχου και η αμέλεια επέτρεψαν σε ριψοκίνδυνες και ληστρικές χρηματοοικονομικές πρακτικές να οδηγήσουν μεγάλες οικονομίες στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Η οικονομική ανισότητα διευρύνθηκε ενώ παράλληλα μειώθηκε η κοινωνική κινητικότητα. Η απώλεια, μάλιστα, της ευρείας κοινωνικής αλληλεγγύης και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού διάβρωσε τη λαϊκή υποστήριξη σε δραστικά φάρμακα, απαραίτητα για την αντιμετώπιση αυτών και άλλων προβλημάτων.
Η ανακαίνιση του οικοδομήματος θα είναι ένα έργο βραδύ και δύσκολο, το κόστος και η διάρκεια του οποίου παραμένουν τόσο ασαφή όσο και οι εμπλεκόμενοι κατασκευαστές. Το ζήτημα, στη ρίζα του, δεν είναι ιδεολογικό. Το πρόβλημα δεν είναι το τι πρέπει να γίνει, αλλά το πώς πρέπει να γίνει, πώς -υπό τις συνθήκες που υπαγορεύει ο 21ος αιώνας- να φθάσουμε στην πρόκληση που περιέγραψε ο Laski, καθιστώντας τη σύγχρονη πολιτική οικονομία ικανή να παρέχει ικανά και σταθερά ευεργετήματα στους πολλούς, που βλέπουν τη συνέχισή της ως επείγουσα υπόθεση για την ύπαρξή τους. ( … )
Μερικοί είναι σαφέστατα απαισιόδοξοι, κι αυτό εξηγείται από μια και μόνη ματιά στις εφημερίδες. Φέρνοντας, ωστόσο, στον νου μας τα πολύ μεγαλύτερα εμπόδια που υπερνικήθηκαν στο παρελθόν, η αισιοδοξία θα έπρεπε να είναι το καλύτερο μακροπρόθεσμο στοίχημα.
* Ο GIDEON ROSE είναι διευθυντής σύνταξης του Foreign Affairs στη Νέα Υόρκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου