Σελίδες

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012

Ασκήσεις ισορροπίας μεταξύ Ανατολής και Δύσης


Οι στρατηγικές στην Εποχή των Ανακατατάξεων

Η κεντρική πρόκληση των ΗΠΑ τις επόμενες δεκαετίες είναι να εκσυγχρονιστεί, προωθώντας παράλληλα μία ευρύτερη Δύση και ενισχύοντας μια σύνθετη ισορροπία στην Ανατολή, η οποία θα συνάδει με το αυξανόμενο παγκόσμιο status της Κίνας. Η επιτυχία των ΗΠΑ στην προσπάθεια επέκτασης της Δύσης, καθιστώντας την τήν πιο σταθερή και δημοκρατική ζώνη του κόσμου, θα έχει ως αποτέλεσμα την αναζήτηση ενός συνδυασμού ισχύος αλλά με αρχές και αξίες. Μια συνεργατική, ευρύτερη Δύση - που θα επεκτείνεται από την Βόρειο Αμερική και την Ευρώπη μέσω της Ευρασίας (βάζοντας στους κύκλους της περιστασιακά τη Ρωσία και την Τουρκία), ως την Ιαπωνία και τη Νότιο Κορέα - θα ενισχύσει την ελκυστικότητα των βασικών αρχών της Δύσης και σε άλλες χώρες, ενθαρρύνοντας έτσι τη σταδιακή ανάδειξη μιας παγκόσμιας δημοκρατικής πολιτικής κουλτούρας.
Ταυτόχρονα, οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να εμπλέκονται συνεργατικά στην οικονομικά δυναμική αλλά πιθανότατα και γεμάτη αναταραχές Ανατολή. Αν οι ΗΠΑ και η Κίνα μπορούν να αλληλοβοηθηθούν σε πολλά ζητήματα, οι προοπτικές σταθεροποίησης στην Ασία θα...
αυξηθούν κατά πολύ. Αυτό είναι ακόμα πιο πιθανό αν οι ΗΠΑ μπορούν να ενθαρρύνουν μια αυθεντική αποκατάσταση σχέσεων ανάμεσα στην Κίνα και την Ιαπωνία, μετριάζοντας παράλληλα τον ανταγωνισμό ανάμεσα σε Κίνα και Ινδία.
Οι ΗΠΑ πρέπει να παίξουν ένα διπλό ρόλο για να ανταπεξέλθουν αποτελεσματικά και στα δυτικά και στα ανατολικά κομμάτια της Ευρασίας. Θα πρέπει να είναι η χώρα που προωθεί και εγγυάται μια μεγαλύτερη και ευρύτερη ενότητα στη Δύση, αλλά και αυτή που θα εξισορροπήσει και θα αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις της Ανατολής. Και οι δύο ρόλοι είναι ουσιαστικοί και ο ένας θα πρέπει να στηρίζει τον άλλο. Για να έχουν όμως τη φερεγγυότητα και την ικανότητα ώστε να επιτευχθούν και οι δύο στόχοι, οι ΗΠΑ πρέπει να δείξουν στον κόσμο ότι έχουν τη θέληση να ανανεώσουν τον εαυτό τους. Οι Αμερικανοί πρέπει να δώσουν μεγαλύτερη έμφαση στα πιο λεπτά ζητήματα της εθνικής ισχύος τους, όπως είναι η καινοτομία, η εκπαίδευση, η ισορροπία στρατιωτικής δύναμης και διπλωματίας και η ποιότητα της πολιτικής ηγεσίας.
ΜΙΑ ΕΥΡΥΤΕΡΗ ΔΥΣΗ
Για να επιτύχουν οι ΗΠΑ στο ρόλο της χώρας που προωθεί και εγγυάται μια ανανεωμένη Δύση, θα πρέπει να διατηρήσουν στενές σχέσεις με την Ευρώπη, να συνεχίσουν τη δέσμευσή τους στο ΝΑΤΟ και να καταφέρουν μαζί με την Ευρώπη μια σταδιακή διαδικασία καλωσορίσματος της Τουρκίας και μιας πραγματικά εκδημοκρατισμένης Ρωσίας στη Δύση. Για να εγγυηθεί τους γεωπολιτικούς δεσμούς της Δύσης, η Ουάσινγκτον πρέπει να παραμείνει δραστήρια στην ευρωπαϊκή ασφάλεια. Πρέπει επίσης να ενθαρρύνει την εμβάθυνση της ενότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η στενότερη συνεργασία ανάμεσα σε Γαλλία, Γερμανία και Ηνωμένο Βασίλειο - την κεντρική πολιτική, οικονομική και στρατιωτική ευθυγράμμιση - θα πρέπει να συνεχιστεί και να επεκταθεί.
Για να συμμετάσχει η Ρωσία ενώ διαφυλάσσεται η δυτική ενότητα, ένα συμβουλευτικό τρίγωνο Γαλλίας -Γερμανίας- Πολωνίας θα πρέπει να παίξει έναν δημιουργικό ρόλο στην προώθηση της διαρκούς αλλά παρόλα αυτά λεπτής συμφιλίωσης ανάμεσα στην Πολωνία και τη Ρωσία. Η ευρωπαϊκή στήριξη θα συμβάλει στην ρωσο-πολωνική συμφιλίωση πιο διεξοδικά, όπως έγινε ήδη μια φορά με τη Γερμανία και την Πολωνία, ενώ και οι δύο συμφιλιώσεις θα συμβάλουν στη μεγαλύτερη σταθερότητα στην Ευρώπη. Για να διαρκέσει όμως η ρωσο-πολωνική συμφιλίωση θα πρέπει να μεταφερθεί από το κυβερνητικό επίπεδο στο κοινωνικό επίπεδο, μέσω εκτενών επαφών με ανθρώπους και κοινών εκπαιδευτικών πρωτοβουλιών. Οι προσωρινές διευθετήσεις που έγιναν από τις κυβερνήσεις και δεν στηρίζονται σε βασικές αλλαγές στη συμπεριφορά των πληθυσμών δεν θα διαρκέσουν. Το μοντέλο πρέπει να είναι αυτό της γαλλο- γερμανικής φιλίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το οποίο είχε εισαχθεί στα υψηλότερα πολιτικά κλιμάκια από το Παρίσι και τη Βόνη και προωθήθηκε επιτυχώς τόσο σε κοινωνικό όσο και σε πολιτιστικό επίπεδο.
Καθώς οι ΗΠΑ και η Ευρώπη αναζητούν τρόπους για να διευρύνουν τη Δύση, η Ρωσία θα πρέπει να εξελιχθεί με σκοπό να σχετιστεί πιο στενά με την Ευρώπη. Η ηγεσία της θα πρέπει να αντιμετωπίσει το γεγονός ότι το μέλλον της Ρωσίας θα είναι αβέβαιο αν παραμείνει ένας σχετικά κενός και υπανάπτυκτος χώρος ανάμεσα στην πλούσια Δύση και τη δυναμική Ανατολή. Αυτό δεν θα αλλάξει ακόμα και αν η Ρωσία δελεάσει κάποιες χώρες της Κεντρικής Ασίας να συμπράξουν στην γραφική ιδέα του Vladimir Putin για μια Ευρασιατική Ένωση. Επίσης, παρότι μια σημαντική μερίδα του ρώσικου λαού προηγείται της κυβέρνησής του για μια είσοδο στην ΕΕ, οι περισσότεροι Ρώσοι αγνοούν πόσο απαιτητικές είναι πολλές προϋποθέσεις για να γίνεις μέλος της ΕΕ, ειδικά όσον αφορά την δημοκρατική μεταρρύθμιση.
Η διαδικασία προσέγγισης της Ευρώπης με τη Ρωσία είναι πιθανόν να καθυστερήσει σε ορισμένες περιπτώσεις και μετά να συνεχίσει να προχωρά παραπαίοντας, εξελισσόμενη κατά στάδια και περιλαμβάνοντας πολλές μεταβατικές ρυθμίσεις. Όσο είναι δυνατόν, θα πρέπει γίνει ταυτόχρονα σε κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό επίπεδο, αλλά και σε επίπεδο ασφάλειας. Κάποιος μπορεί να οραματιστεί όλο και περισσότερες ευκαιρίες για κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, αυξανόμενη εναρμόνιση συνταγματικών και νομικών ρυθμίσεων, κοινές ασκήσεις ασφάλειας ανάμεσα στο ΝΑΤΟ και το ρώσικο στρατό και νέους οργανισμούς για την προώθηση της πολιτικής συνεργασίας μέσα σε μια συνεχώς επεκτεινόμενη Δύση, που όλα θα συνεισφέρουν στη μεγαλύτερη προετοιμασία της Ρωσίας για να γίνει τελικά μέλος της ΕΕ.
Είναι ρεαλιστικό το να φανταστούμε μια μεγαλύτερη διαμόρφωση της Δύσης να αναδύεται μετά το 2025. Κατά τις επόμενες δεκαετίες, η Ρωσία μπορεί να ξεκινήσει μια σφαιρική και πιο νομοταγή δημοκρατική μεταρρύθμιση που θα είναι συμβατή με τα πρότυπα της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, ενώ η Τουρκία μπορεί να γίνει πλήρες μέλος της ΕΕ, δρομολογώντας και για τις δύο χώρες την ενσωμάτωση στην διατλαντική κοινότητα. Αλλά ακόμα και πριν να συμβεί αυτό, μια βαθύτερη γεωπολιτική κοινότητα συμφερόντων μπορεί να δημιουργηθεί ανάμεσα σε ΗΠΑ, Ευρώπη (συμπεριλαμβανόμενης και της Τουρκίας) και Ρωσία. Καθώς κάθε δυτικότροπη έλξη από τη Ρωσία θα γινόταν και θα ενθαρρυνόταν πιθανότατα από τις στενότερες σχέσεις Ουκρανίας και ΕΕ, η θεσμική έδρα ενός συλλογικού συμβουλευτικού οργάνου (ή ίσως αρχικά για ένα εκτεταμένο Συμβούλιο της Ευρώπης) θα μπορούσε να τοποθετηθεί στο Κίεβο, την αρχαία πρωτεύουσα του κράτους των Ρως, κάτι που θα ήταν συμβολικό για την ανανεωμένη ζωτικότητα και το μεγεθυμένο πεδίο της Δύσης.
Αν οι ΗΠΑ δεν προωθήσουν την ανάδυση μια διευρυμένης Δύσης, μπορεί να ακολουθήσουν τρομερές συνέπειες: μπορεί να αναβιώσουν ιστορικές έχθρες, μπορεί να δημιουργηθούν νέες διαμάχες συμφερόντων και μπορεί να σχηματιστούν κοντόφθαλμες ανταγωνιστικές συμμαχίες. Η Ρωσία θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί τους ενεργειακούς πόρους της και, ενθαρρυμένη από την δυτική δυσαρμονία, να αναζητήσει τη γρήγορη αφομοίωση της Ουκρανίας, ξυπνώντας ξανά τις δικές της ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες και συνεισφέροντας στη μεγαλύτερη διεθνή αποδιοργάνωση. Με την ΕΕ απαθή, τα ανεξάρτητα ευρωπαϊκά κράτη που θα ψάχνουν μεγαλύτερες εμπορικές ευκαιρίες, μπορεί να αναζητήσουν και δικές τους διευθετήσεις με τη Ρωσία. Μπορεί κάποιος να οραματιστεί ένα σενάριο στο οποίο το οικονομικό, ίδιο συμφέρον να οδηγήσει τη Γερμανία ή την Ιταλία, για παράδειγμα, να αναπτύξουν μια ειδική σχέση με τη Ρωσία. Σε αυτή την περίπτωση, βλέποντας ότι η Γερμανία λοξοκοιτάζει, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσαν να έρθουν πιο κοντά, ενώ η Πολωνία και οι Βαλτικές χώρες θα εκλιπαρούσαν απεγνωσμένα για επιπλέον εγγυήσεις ασφάλειας από τις ΗΠΑ. Το αποτέλεσμα δεν θα ήταν μια νέα και πιο ζωτική Δύση αλλά μάλλον μια σταδιακά θρυμματισμένη και πιο πεσιμιστική Δύση.
Η ΠΟΛΥΠΛΟΚΗ ΑΝΑΤΟΛΗ
Μια τόσο ασύμφωνη Δύση δεν θα μπορούσε να ανταγωνιστεί την Κίνα στις παγκόσμιες σχέσεις. Μέχρι τώρα, η Κίνα δεν έχει διατυπώσει ένα ιδεολογικό δόγμα που θα έκανε την πρόσφατη απόδοσή της να μοιάζει εφαρμόσιμη διεθνώς και οι ΗΠΑ ήταν πολύ προσεκτικές στο να μην φέρουν την ιδεολογία στο επίκεντρο της σχέσης τους με την Κίνα. Πολύ σοφά, Ουάσινγκτον και Πεκίνο ενστερνίστηκαν την ιδέα μιας «εποικοδομητικής συνεργασίας» στις παγκόσμιες σχέσεις και οι ΗΠΑ, παρότι κατέκριναν τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την Κίνα, υπήρξαν προσεκτικές ώστε να μην στιγματίσουν το κινέζικο κοινωνικο-οικονομικό σύστημα στο σύνολό του.
Εάν όμως οι ανήσυχες ΗΠΑ και η υπερβολικά σίγουρη Κίνα διολίσθαιναν σε μια αυξανόμενη πολιτική εχθρότητα, είναι περισσότερο από πιθανό ότι και οι δύο χώρες θα συγκρούονταν σε μια αμοιβαία καταστροφική ιδεολογική σύγκρουση. Η Ουάσινγκτον θα υποστήριζε ότι η επιτυχία του Πεκίνου βασίζεται στην τυραννία και είναι επιζήμια για την οικονομική ευημερία των Ηνωμένων Πολιτειών. Το Πεκίνο, στο μεταξύ, θα ερμήνευε το μήνυμα των ΗΠΑ ως μια προσπάθεια υπονόμευσης και ενδεχομένως ακόμη και κατακερματισμού του κινέζικου συστήματος. Την ίδια στιγμή, η Κίνα θα υπογράμμιζε την επιτυχή απόρριψη της Δυτικής κυριαρχίας, προσελκύοντας στον αναπτυσσόμενο κόσμο αυτούς οι οποίοι έχουν ήδη καταγραφεί ιστορικά ως εξαιρετικά εχθρικοί προς τη Δύση γενικότερα και τις Ηνωμένες Πολιτείες ειδικότερα. Ένα τέτοιο σενάριο θα ήταν καταστροφικό και αντιπαραγωγικό και για τις δύο χώρες. Ως εκ τούτου, ένα ευφυές ίδιο συμφέρον θα έπρεπε να παροτρύνει τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα να ακολουθήσουν ιδεολογική αυτοσυγκράτηση και να αντισταθούν στον πειρασμό της διεθνοποίησης των διακριτικών χαρακτηριστικών στα αντίστοιχα κοινωνικο-οικονομικά συστήματά τους και της μεταξύ τους δαιμονοποίησης.
Ο ρόλος των ΗΠΑ στην Ασία θα πρέπει να είναι εκείνος του περιφερειακού εξισορροπιστή, επαναλαμβάνοντας το ρόλο που διαδραμάτισε το Ηνωμένο Βασίλειο στην ενδο-ευρωπαϊκή πολιτική κατά τον 19ο και στις αρχές του 20ου αιώνα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν και πρέπει να βοηθήσουν τα ασιατικά κράτη να αποφύγουν έναν αγώνα περιφερειακής κυριαρχίας, διαμεσολαβώντας στις συγκρούσεις και αντισταθμίζοντας τις ανισορροπίες δυνάμεων ανάμεσα στους δυνητικούς ανταγωνιστές. Πράττοντας αυτό τον τρόπο, οι ΗΠΑ θα πρέπει να σέβονται τον ειδικό ιστορικό και γεωπολιτικό ρόλο της Κίνας στη διατήρηση της σταθερότητας στην Άπω Ανατολή. Η συμμετοχή σε διάλογο με την Κίνα όσον αφορά την περιφερειακή σταθερότητα, όχι μόνο θα βοηθήσει να μειωθεί η πιθανότητα διαμάχης ΗΠΑ-Κίνας, αλλά και θα μειώσει την πιθανότητα εσφαλμένων υπολογισμών ανάμεσα στην Κίνα και την Ιαπωνία, ή την Κίνα και την Ινδία, και επιπλέον σε κάποιο σημείο ανάμεσα στην Κίνα και τη Ρωσία για τους πόρους και την ανεξαρτησία των χωρών της Κεντρικής Ασίας. Έτσι, η εμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών για τη εξισορρόπηση στην Ασία αποτελεί τελικά συμφέρον και της Κίνας.
Την ίδια στιγμή, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αναγνωρίσουν ότι η σταθερότητα στην Ασία δεν μπορεί πλέον να επιβληθεί από μια μη-ασιατική δύναμη, πόσω μάλλον από την άμεση εφαρμογή της αμερικανικής στρατιωτικής δύναμης. Πράγματι, οι προσπάθειες των ΗΠΑ να στηρίξουν τη σταθερότητα της Ασίας θα μπορούσαν να αποδειχθούν αυτοκαταστροφικές, ωθώντας την Ουάσινγκτον σε μια δαπανηρή επανάληψη των πρόσφατων πολέμων της, έχοντας ενδεχομένως ως αποτέλεσμα ακόμα και την επανάληψη των τραγικών γεγονότων της Ευρώπης στον 20ο αιώνα. Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες διαμόρφωναν μια αντι-κινεζική συμμαχία με την Ινδία (ή, κάτι λιγότερο πιθανό, με το Βιετνάμ), ή αν προωθούσαν μια αντι-κινεζική στρατιωτικοποίηση στην Ιαπωνία, θα μπορούσε να δημιουργηθεί μια επικίνδυνη αμοιβαία δυσαρέσκεια. Στον 21ο αιώνα, η γεωπολιτική ισορροπία στην ασιατική ηπειρωτική χώρα δεν μπορεί να εξαρτάται από εξωτερικές στρατιωτικές συμμαχίες με μη ασιατικές δυνάμεις.
Η κατευθυντήρια αρχή της εξωτερικής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ασία θα πρέπει να είναι η υποστήριξη των αμερικανικών υποχρεώσεις προς την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα, χωρίς να επιτρέψουν παράλληλα στον εαυτό τους να παρασυρθούν σε έναν πόλεμο μεταξύ ασιατικών δυνάμεων στην ηπειρωτική χώρα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν εδραιωθεί στην Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα για περισσότερα από 50 χρόνια και η ανεξαρτησία και η αυτοπεποίθηση των χωρών αυτών θα συντριβεί - μαζί με το ρόλο των ΗΠΑ στον Ειρηνικό - εάν υπήρχαν αμφιβολίες σχετικά με την ανθεκτικότητα των μακροχρόνιων δεσμεύσεων των ΗΠΑ στις Συνθήκες που έχουν υπογραφεί.
Η σχέση ΗΠΑ-Ιαπωνίας είναι ιδιαίτερα ζωτική και θα πρέπει να είναι το εφαλτήριο για μια συντονισμένη προσπάθεια στην ανάπτυξη ενός συνεργατικού τριγώνου ΗΠΑ-Ιαπωνίας-Κίνας. Ένα τέτοιο τρίγωνο θα παρείχε μια δομή που θα μπορούσε να ασχοληθεί με τις στρατηγικές ανησυχίες που απορρέουν από την αυξανόμενη τοπική παρουσία της Κίνας. Ακριβώς όπως η πολιτική σταθερότητα στην Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν θα είχε αναπτυχθεί χωρίς την προοδευτική επέκταση της γαλλο-γερμανικής συμφιλίωσης προς τη γερμανο-πολωνική συμφιλίωση, έτσι, επίσης, η σκόπιμη καλλιέργεια μια βαθιάς σχέσης Κίνας-Ιαπωνίας θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως σημείο εκκίνησης για μεγαλύτερη σταθερότητα στην Άπω Ανατολή.
Στο πλαίσιο αυτής της τριγωνικής σχέσης, μια κινεζο-ιαπωνική συμφιλίωση θα συνέβαλε στην ενίσχυση και σταθεροποίηση μιας πιο ολοκληρωμένης συνεργασίας ΗΠΑ-Κίνας. Η Κίνα γνωρίζει ότι η δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών προς την Ιαπωνία είναι ακλόνητη, ότι ο δεσμός μεταξύ των δύο χωρών είναι βαθύς και γνήσιος και ότι η ασφάλεια της Ιαπωνίας εξαρτάται άμεσα από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Και γνωρίζοντας ότι μια σύγκρουση με την Κίνα θα είναι αμοιβαία καταστρεπτική, το Τόκιο αντιλαμβάνεται ότι η προσέγγιση των ΗΠΑ με την Κίνα είναι έμμεση συμβολή στην ασφάλεια της Ιαπωνίας. Στο πλαίσιο αυτό, η Κίνα δεν θα πρέπει να βλέπει την υποστήριξη των ΗΠΑ για την ασφάλεια της Ιαπωνίας ως απειλή, ούτε η Ιαπωνία θα πρέπει να θεωρεί την επιδίωξη μιας στενότερης και πιο εκτεταμένης συνεργασίας ΗΠΑ-Κίνας απειλή για τα δικά της συμφέροντα. Μια βαθιά τριγωνική σχέση θα μπορούσε επίσης να μειώσει τις ιαπωνικές ανησυχίες σχετικά με το γουάν που γίνεται τελικά το τρίτο αποθεματικό νόμισμα στον κόσμο, εδραιώνοντας έτσι περεταίρω το μερίδιο της Κίνας στο υπάρχον διεθνές σύστημα και περιορίζοντας τις ανησυχίες των ΗΠΑ για τον μελλοντικό ρόλο της Κίνας.
Με δεδομένη μια τέτοια ενισχυμένη περιφερειακή διευθέτηση και υποθέτοντας ότι επεκτείνονται οι διμερείς σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας, τρία ευαίσθητα θέματα μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας θα πρέπει να επιλυθούν ειρηνικά: το πρώτο στο εγγύς μέλλον, το δεύτερο κατά τη διάρκεια των επόμενων χρόνων και το τρίτο πιθανότατα μέσα σε περίπου μια δεκαετία. Πρώτον, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να επανεκτιμήσουν τις αναγνωριστικές επιχειρήσεις στα όρια των κινεζικών χωρικών υδάτων, καθώς και τις αμερικανικές περιοδικές ναυτικές περιπολίες σε διεθνή ύδατα που αποτελούν επίσης μέρος της κινεζικής αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (ΑΟΖ). Είναι τόσο προκλητικές για το Πεκίνο, όπως θα ήταν η αντίστροφη κατάσταση για την Ουάσινγκτον. Επιπλέον, οι εναέριες αναγνωριστικές αποστολές του αμερικανικού στρατού δημιουργούν σοβαρούς κινδύνους αθέλητων συγκρούσεων, καθώς η κινεζική πολεμική αεροπορία απαντά συνήθως σε αυτές τις αποστολές με την αποστολή μαχητικών αεροσκαφών για επιθεώρηση από κοντά και μερικές φορές την παρενόχληση των αεροσκαφών των ΗΠΑ.
Δεύτερον, δεδομένου ότι ο συνεχής εκσυγχρονισμός των στρατιωτικών δυνατοτήτων της Κίνας θα μπορούσε να δημιουργήσει τελικά θεμιτές ανησυχίες για την ασφάλεια των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων των αμερικανικών δεσμεύσεων για την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα θα πρέπει να προβαίνουν σε τακτικές διαβουλεύσεις σχετικά με τον μακροπρόθεσμο στρατιωτικό σχεδιασμό τους και να επιδιώκουν την επεξεργασία μέτρων αμοιβαίας εξασφάλισης.
Τρίτον, το μελλοντικό καθεστώς της Ταϊβάν θα μπορούσε να γίνει το πιο αμφιλεγόμενο ζήτημα μεταξύ των δύο χωρών. Η Ουάσινγκτον δεν αναγνωρίζει πλέον την Ταϊβάν ως κυρίαρχο κράτος και αποδέχεται την άποψη του Πεκίνου ότι η Κίνα και η Ταϊβάν είναι μέρος ενός έθνους. Αλλά την ίδια στιγμή, οι Ηνωμένες Πολιτείες πουλάνε όπλα στην Ταϊβάν. Έτσι, οποιαδήποτε μακροπρόθεσμη διευθέτηση ΗΠΑ-Κίνας θα πρέπει να αντιμετωπίσει το γεγονός ότι μια ξεχωριστή Ταϊβάν, που προστατεύεται επ 'αόριστον από τις αμερικανικές πωλήσεις όπλων, θα προκαλέσει ένταση της κινεζικής εχθρότητας. Μια ενδεχόμενη λύση με βάση τις γνωστές γραμμές του πρώην κινέζου ηγέτη Deng Xiaoping για το Χονγκ Κονγκ «μία χώρα, δύο συστήματα», αλλά επαναπροσδιορισμένη ως «μία χώρα, πολλά συστήματα», μπορεί να αποτελέσει τη βάση για την ενδεχόμενη επανασυσχέτιση της Ταϊπέι με την Κίνα, ενώ παράλληλα θα επέτρεπε στην Ταϊβάν και την Κίνα να διατηρήσουν τις ξεχωριστές πολιτικές, κοινωνικές και στρατιωτικές ρυθμίσεις τους (ειδικότερα, αποκλείοντας την ανάπτυξη δυνάμεων του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού στο νησί). Ανεξάρτητα από την ακριβή συνταγή και λαμβάνοντας υπόψη την αυξανόμενη δύναμη της Κίνας και την μεγάλη επέκταση των κοινωνικών δεσμών μεταξύ της Ταϊβάν και της ηπειρωτικής χώρας, είναι αμφίβολο ότι η Ταϊβάν μπορεί να αποφεύγει επ' αόριστον μια πιο επίσημη σύνδεση με την Κίνα.
ΠΡΟΣ ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ
Πριν από 1.500 και πλέον χρόνια, κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού της πρώτης χιλιετίας, η πολιτική στην σχετικά πολιτισμένη Ευρώπη κυριαρχείτο σε πολύ μεγάλο βαθμό από τη συνύπαρξη των δύο ξεχωριστών τμημάτων (Δύσης και Ανατολής) της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η Δυτική Αυτοκρατορία, με πρωτεύουσα για τον περισσότερο καιρό τη Ρώμη, είχε πληγεί από τις επιδρομές και τις λεηλασίες των βαρβάρων. Με τα στρατεύματά της να βρίσκονται μόνιμα στο εξωτερικό σε εκτεταμένες και δαπανηρές οχυρώσεις, η Ρώμη είχε υπερ-εκταθεί πολιτικά και κόντεψε να χρεοκοπήσει στα μισά της διαδρομής της, κατά τον πέμπτο αιώνα. Εν τω μεταξύ, διχαστικές συγκρούσεις μεταξύ χριστιανών και ειδωλολατρών υπέσκαψαν την κοινωνική συνοχή της Ρώμης, ενώ η βαριά φορολογία και η διαφθορά σακάτεψαν την οικονομική ζωτικότητά της. Το 476, όταν δολοφονήθηκε ο Ρωμύλος Αυγουστύλος από τους βαρβάρους, η μέχρι τότε ετοιμοθάνατη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατέρρευσε και επίσημα.
Κατά την ίδια περίοδο, η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία - η οποία σύντομα έγινε γνωστή ως Βυζάντιο - έδειξε πιο δυναμική αστική και οικονομική ανάπτυξη και αποδείχθηκε πιο επιτυχής και στη διπλωματική πολιτική της και σε θέματα ασφάλειας. Μετά την πτώση της Ρώμης, το Βυζάντιο συνέχισε να αναπτύσσεται για αιώνες. Ανακατέλαβε τμήματα της παλιάς Δυτικής Αυτοκρατορίας και έζησε (αν και αργότερα εν μέσω πολλών συγκρούσεων) μέχρι την άνοδο των Οθωμανών Τούρκων τον 15ο αιώνα.
Τα τρομερά δεινά της Ρώμης στα μέσα του 5ου αιώνα δεν κατέστρεψαν τις πιο ελπιδοφόρες προοπτικές του Βυζαντίου, επειδή εκείνη την εποχή ο κόσμος ήταν χωρισμένος σε τμήματα που ήταν γεωγραφικά απομονωμένα και πολιτικά και οικονομικά μονωμένα το ένα από το άλλο. Η τύχη του ενός δεν επηρέαζε ευθέως και άμεσα τις προοπτικές των άλλων. Αυτό όμως δεν ισχύει πλέον. Σήμερα, με την απόσταση να εκμηδενίζεται από την αμεσότητα της επικοινωνίας και την στιγμιαία σχεδόν ταχύτητα των οικονομικών συναλλαγών, η ευημερία στα πιο προηγμένα μέρη του κόσμου γίνεται ολοένα και πιο αλληλεξαρτώμενη. Στην εποχή μας, σε αντίθεση με 1.500 χρόνια πριν, η Δύση και η Ανατολή δεν μπορούν να είναι απόμακρες: η σχέση τους μπορεί να είναι είτε αμοιβαία συνεργατική, είτε αμοιβαία καταστροφική.

Δεν υπάρχουν σχόλια: