Την περασμένη Δευτέρα, (12/3), εμφανίστηκε στους Times της Ν. Υόρκης ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο υπό τον τίτλο «Η αναπαραγωγή των προνομίων», το οποίο αποδεικνύει με εντυπωσιακά στοιχεία αυτό που όλοι υποπτευόμασταν, πώς δηλαδή η ανώτερη εκπαίδευση στις ΗΠΑ περιορίζεται ολοένα και περισσότερο στα πλέον προνομιούχα κοινωνικά στρώματα, τα οποία και αναπαράγει.
«Αντί να ωθεί, όπως το ελατήριο, την κοινωνική κινητικότητα, όπως συνέβαινε τις πρώτες δεκαετίες μετά τον Β! παγκόσμιο πόλεμο, η πανεπιστημιακή μόρφωση σήμερα ενισχύει την ταξική διαστρωμάτωση, με την συντριπτική πλειοψηφία των αμερικανών 25 έως 29 ετών που κατέχουν πανεπιστημιακό δίπλωμα να προέρχονται από οικογένειες με εισόδημα πάνω από το διάμεσο».
Συγκεκριμένα, το 74% των αμερικανών που φοιτούν στα λεγόμενα «ανταγωνιστικά» πανεπιστήμια, όπως το Harvard, Emory, Stanford κλπ, προέρχονται από οικογένειες που κατατάσσονται στο ανώτατο εισοδηματικό κλιμάκιο, ενώ μόνο το 3% εξ αυτών προέρχεται από οικογένειες που βρίσκονται στα χαμηλότερα επίπεδα της...
εισοδηματικής κλίμακας.
Και τούτο, διότι οι μαθητές των χαμηλότερων εισοδημάτων για να ανταπεξέλθουν στα δίδακτρα και τα έξοδα διαβίωσης, βασίζονται αποκλειστικά στις κρατικές υποτροφίες, τα λεγόμενα Pell grants, τα οποία όμως κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες μειώνονται συστηματικά, παρά το γεγονός ότι τα δίδακτρα αυξάνονται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Για παράδειγμα, ενώ οι υποτροφίες την περίοδο 1979-80 κάλυπταν το 99% των εξόδων σε κολλέγιο διετούς φοίτησης, σήμερα δεν καλύπτουν παρά το 62%, ενώ για φοίτηση στα ιδιωτικά πανεπιστήμια, όπου κατά κανόνα σπουδάζει η ελίτ, καλύπτουν μόνο το 15%. Βλέπουμε λοιπόν εδώ, το αποτύπωμα μιας συνειδητής πολιτικής η οποία χωρίς να κρατά καν τα προσχήματα, στοχεύει στον αποκλεισμό των φτωχότερων στρωμάτων από την τριτοβάθμια εκπαίδευση και τη συνεπακόλουθη κοινωνική άνοδο. Και έτσι εξηγείται το φαινόμενο, απόφοιτοι Λυκείου με την ίδια βαθμολογία στα τεστ εισαγωγής να έχουν σχεδόν τη μισή πιθανότητα, (44%), να συνεχίσουν και να τελειώσουν το πανεπιστήμιο αν ανήκουν στα χαμηλότερα εισοδήματα, σε σχέση με αυτούς που ανήκουν στα υψηλότερα, (80%).
Αφήνουμε δε απ’ έξω το αυτονόητο, ότι η επίδοση στα τεστ αυτά βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με το κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον του μαθητή, με τις μεγαλύτερες επιδόσεις να παρατηρούνται σε μαθητές από οικογένειες με ετήσιο εισόδημα μεγαλύτερο των 200,000 δολαρίων. Αν και αυτά τα δυο συσχετίζονταν ανέκαθεν, εν τούτοις το χάσμα κατά τα τελευταία 40 χρόνια διευρύνθηκε σημαντικά. Για παράδειγμα ανάμεσα στο 1970-2009 το ποσοστό των αποφοίτων πανεπιστημίου από χαμηλά εισοδήματα μεταβλήθηκε ελάχιστα. Συγκεκριμένα από το 6.2% μόλις και μετά βίας πήγε στο 8.3%. Δεν συνέβη όμως το ίδιο και στα υψηλότερα πατώματα. Εκεί, στο ίδιο χρονικό διάστημα το ποσοστό σχεδόν διπλασιάστηκε, πηγαίνοντας από το 40.2% στο 82.4%.
Το ενδιαφέρον όμως εστιάζεται στο ότι οι αντιδημοκρατικές αυτές εκπαιδευτικές πολιτικές στηρίζονται στο προσφάτως σερβιρισμένο από τις ελίτ, ιδεολόγημα της αξιοκρατίας σύμφωνα με το οποίο η επιλογή γίνεται με τρόπο αδιάβλητο, ώστε να αναδεικνύονται οι καλύτεροι και οι εξυπνότεροι. Στην πραγματικότητα όμως, όπως φαίνεται καθαρά από τα προηγούμενα αποτελέσματα, το ιδεολόγημα της αξιοκρατίας όχι μόνο δικαιολογεί, μα και δημιουργεί την ανισότητα και εκεί όπου υπάρχει, την διευρύνει. Σε μια κοινωνία ανισοτήτων για να υπάρξει σταθερότητα, αυτοί που κατέχουν θα πρέπει να πείσουν αυτούς που δεν κατέχουν ότι καλώς δεν κατέχουν, διότι αυτό είναι το δίκαιο, και ότι αυτό υπαγορεύει η φυσική τάξη των πραγμάτων, σύμφωνα με την οποία οι πλέον προικισμένοι (ταλαντούχοι), οι πλέον μορφωμένοι, οι πλέον σκληρά εργαζόμενοι και οι πλέον ηθικοί είναι αυτοί που θα αναδειχτούν. Παρά ταύτα όμως, οι όποιες φυσικές ανισότητες, οι οποίες είναι υπαρκτές, ούτε στο ελάχιστο δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την παρατηρούμενη οικονομική ανισότητα.
Η πολιτική περιχαράκωσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν αποτελεί προνόμιο μόνο των ΗΠΑ. Είδαμε πέρσι να συμβαίνει το ίδιο και στη Βρετανία με τον τριπλασιασμό των διδάκτρων, τα οποία φτάνουν τις 9000 λίρες το χρόνο, ποσό απαγορευτικό ακόμα και για τα μεσαία στρώματα. Πολιτικές εισαγωγής διδάκτρων, ως μέσο φραγής της εισόδου των λιγότερο προνομιούχων στα πανεπιστήμια, ακολουθούνται από ολοένα και περισσότερες χώρες, ενώ σύντομα και η Ελλάδα θα βρεθεί στην ίδια τροχιά, όσον αφορά το πρώτο πτυχίο, διότι οι περισσότερες μεταπτυχιακές σπουδές πληρώνονται ήδη αδρά.
Η αποδιάρθρωση της παραγωγής τις τελευταίες δεκαετίες στο σύνολο σχεδόν του δυτικού κόσμου δημιούργησε στρατιές ανέργων πτυχιούχων ή υποαπασχολούμενων σε θέσεις αναντίστοιχες και κατώτερες των γνώσεων και των δεξιοτήτων τους. Για παράδειγμα περσινά στοιχεία στη Βρετανία έδειξαν ότι η ανεργία ανάμεσα στους νέους πτυχιούχους εκτινάχτηκε από το 11% στο 20.3%. Με τέτοια απογοητευτικά νούμερα λοιπόν, μπαίνει ευθέως το ερώτημα τού τι χρειάζονται πλέον τα πανεπιστήμια, στο βαθμό μάλιστα που τις τελευταίες δεκαετίες ο ρόλος τους έχει μετατεθεί από την καλλιέργεια του πνεύματος και της κριτικής γνώσης, στην σκέτη εξυπηρέτηση της οικονομίας της αγοράς.
Έτσι, καθόλου τυχαία παρατηρούμε το δημόσιο μαζικό πανεπιστήμιο ν’ αφήνεται στην τύχη του, ν’ απαξιώνεται ή να κλείνει, ενώ οι πόρτες για τα παιδιά των μη προνομιούχων τάξεων να στενεύουν ακόμα περισσότερο. Στο σύνολο των βρετανικών πανεπιστημίων, το ποσοστό των παιδιών από εργατικές οικογένειες ανέρχεται στο 32.3%, ενώ για τα ελίτ πανεπιστήμια του Κέιμπριτζ και της Οξφόρδης το ποσοστό αυτό κατεβαίνει ακόμα πιο πολύ, στο 12.6% και 11.5% αντίστοιχα.
Η ίδια αλλαγή σύνθεσης παρατηρείται και στις γαλλικές grandes écoles. Το μερίδιο των φοιτητών εργατικής προέλευσης στις τέσσερεις πιο φημισμένες απ’ αυτές έπεσε από το 29% στη δεκαετία του ’50, στο 9% στη δεκαετία του ’90, αφήνοντας περισσότερο χώρο στις ελίτ να απομονώνονται και να αναπαράγονται ανενόχλητα. Δεν είναι τυχαίο ότι 7 από τους 12 υπουργούς της γαλλικής κυβέρνησης προέρχονται από τις τάξεις τους, όπως επίσης και το 46% των διοικητών και προέδρων των σημαντικότερων γαλλικών επιχειρήσεων και οργανισμών.
Στη Γερμανία, αντίθετα, δεν υπάρχουν ελίτ πανεπιστήμια, (η λέξη ελίτ ακόμα αποτελεί ταμπού), ενώ η τριτοβάθμια εκπαίδευση στο σύνολό της έχαιρε μέχρι πρότινος μεγάλης εκτίμησης για την ποιότητα των σπουδών που παρείχε. Αυτός μάλλον θα ήταν και ο κύριος λόγος που τα γερμανικά πανεπιστήμια δεν βρέθηκαν ποτέ στις πρώτες θέσεις των διεθνών πινάκων κατάταξης. Μετά όμως από σχοινοτενείς συζητήσεις, η Μέρκελ αποφάσισε κι αυτή, κάπως αργά είναι αλήθεια, να διοχετεύσει 2 δις ευρώ με σκοπό να αναβαθμίσει γύρω στα δέκα πανεπιστήμια στην κατηγορία των ελίτ. Το πώς αυτή η πρωτοβουλία θα «αναβαθμίσει» και την κοινωνία δεν είναι δύσκολο να το φανταστούμε…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου