Μακρυγιάννης προς τους στρατιώτες του:
«Και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε
για αγάλματά μας
να μην καταδεχτείτε να βγουν
από την Πατρίδα μας.
Γι’ αυτά πολεμήσαμε»!
Χρονογράφημα της Αλίκης Αλεξίου
Επίθεση Πολιτισμού το καλοκαίρι. Ορθάνοιχτες οι πόρτες των μουσείων και τα αγάλματα στητά, περήφανα, περίφημα, στους χώρους υποδοχής, με χαμόγελο αιώνων ή σοβαρότητα χιλιετιών, περίμεναν τους απογόνους τους. Τους επισκέπτες, το ζωντανό αντίκρισμα της ψυχής τους . Της ψυχής του Δημιουργού τους, που εγκλωβίστηκε στο μάρμαρο ή στο χαλκό με τόση τρυφεράδα. Κι εκτοξεύτηκε στην αιωνιότητα.
Ζωντανεύουν μόνο την ώρα της μεγάλης συνάντησης. Όταν το βλέμμα του επισκέπτη συναντά τη ματιά τους κι η ανάσα του τροφοδοτεί το στήθος τους, όταν ο θαυμασμός γίνεται αγαλλίαση. Ο άνθρωπος αγάλλεται, το άγαλμα εν-ανθρωπίζεται κι αρχίζει...
η συνομιλία των αιώνων. Αλλά για να θαυμάζει κανείς πρέπει να γνωρίζει τα στοιχειώδη. Είναι απαραίτητο να αισθάνεται τα αυτονόητα. Την ομορφιά της ζωής. Και κυρίως να διαθέτει την «ακλόνητη πίστη πως τα έργα τούτα είναι για τον τόπο μας ιερά κειμήλια που πρέπει να σωθούν με κάθε τρόπο», όπως γράφει ο Μανόλης Ανδρόνικος, αναφερόμενος στο Μακρυγιάννη. «Πόσο βαθιές ρίζες έχει στον ελληνικό λαό η πίστη στην αξία της καλλιτεχνικής κληρονομιάς που του άφησαν οι πατέρες του το μαρτυρεί με τον πιο συναρπαστικό τρόπο το επεισόδιο που διηγείται στα απομνημονεύματα του ο στρατηγός Μακρυγιάννης, ο αγράμματος στρατηγός με την έξοχη καλλιέργεια και ανθρωπιά. Κάποτε στα 1831, συνάντησε στο Άργος μερικούς στρατιώτες που ετοιμάζονταν να πουλήσουν σε κάποιους ευρωπαίους δύο αρχαία αγάλματα. ΄΄Άντεσα κι εγώ εκεί. Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα. Αυτά και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην καταδεχτείτε να βγούν από την πατρίδα μας. Για αυτά πολεμήσαμε΄΄. Η επιγραμματική αυτή φράση ειπωμένη από έναν Έλληνα που δεν ήξερε να γράφει το όνομά του…».
Όμως στις μέρες μας στοιχειώδη ονομάζονται τα απολύτως…περιττά. Τα αυτονόητα γίνονται δυσνόητα μέχρι ακατανόητα. Κι η ζωή μας περίεργα πολύπλοκη… γι αυτό, το άγαλμα τυλίγεται την απέραντη μοναξιά της άγνοιάς μας και κλείνεται στην παγωνιά της αδιαφορίας μας. Και δε γεμίζουν τη μοναξιά τους ούτε οι χιλιάδες επισκέπτες από όλο τον κόσμο, ούτε όσοι τα προσπερνούν αδιάφορα. Λαχταρούν τον απόγονό τους. Θέλουν να «συνομιλήσουν» με τα παιδιά του δημιουργού τους. Του Πραξιτέλη, του Φειδία, του Λύσιππου. Θέλουν να ζουν στην πατρίδα τους. Στην ελληνική γη που ΄΄φύλαξε στοργικά στα σπλάχνα της τα λείψανα του πανάρχαιου πολιτισμού της΄΄. Δεν αναπνέουν στην εξορία.
Και περιμένουν να αναστηθούν στην ψυχή των νέων ανθρώπων. Δύσκολο αυτό.
Πρόβλημα. Πολύ απλό και γι’ αυτό δυσεπίλυτο. Ο άνθρωπος περιφρονεί τα εύκολα προβλήματα και καταπιάνεται με τα σχεδόν άλυτα, για να δικαιολογεί την ύπαρξή του. Αρκεί ένα σχολείο σωστό, ένας δάσκαλος που να τον σέβεται η πολιτεία, ένας γονιός με γνώση κι όχι γνώσεις . Και, βασική προϋπόθεση, αυτό είναι το δύσκολο, σχεδόν αδύνατο, πολιτικός με όραμα.
Και τότε…οι πολύχρυσες Μυκήνες θα αστράψουν, οι Μινωίτες με την χρωματική αρμονία τους θα δώσουν λάμψη στη ζωή. Κι οι Κόρες θα σκορπίσουν το χαμόγελό τους. Οι Καρυάτιδες θα στήσουν χορό. Ο Ηνίοχος θα διανύσει την απόσταση που μας χωρίζει καλπάζοντας κι ο Δορυφόρος του Πολύκλειτου θα μας διδάξει μια για πάντα τον Κανόνα. Την αξία της συμμετρίας και της ισορροπίας. Τότε τα μουσεία θα γιορτάζουν κάθε μέρα ανοιχτά στη ζωή και θα διδάσκουν την απλότητα, την αξιοπρέπεια, την ευγένεια, την αγάπη στην ελευθερία… όλες τις αξίες και τα ιδανικά του πολιτισμού που αντιπροσωπεύουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου