Σελίδες

Σάββατο 12 Μαΐου 2012

Απλά μαθήματα μεταναστευτικής πολιτικής Αναχρονιστικό το επιχείρημα της πολυπολιτισμικότητας

By Ιωάννης Κωτούλας
Περίληψη: 
 
Το ζήτημα της μετανάστευσης αποτελεί πονοκέφαλο για την Ευρώπη εδώ και δεκαετίες. Γι’ αυτό η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ήδη προχωρήσει στη χάραξη ορισμένων πολιτικών προκειμένου να ωθήσει τα κράτη μέλη της ΕΕ να εναρμονίσουν τις στρατηγικές τους στο θέμα αυτό. Η Ελλάδα, μια χώρα με ίσως το εντονότερο μεταναστευτικό πρόβλημα τα τελευταία χρόνια, ακόμα πελαγοδρομεί χωρίς να έχει ξεκάθαρη αντίληψη ούτε για τα ζητήματα της μετανάστευσης ούτε για την επίλυσή τους. Ένα πρώτο, αναγκαίο και σωστό βήμα είναι η ίδρυση Κέντρων Προσωρινής Κράτησης.
Η σταδιακή αλλαγή υποδείγματος στον τομέα της μεταναστευτικής πολιτικής, η οποία παρατηρείται κατά την τελευταία δεκαετία στον ευρωπαϊκό χώρο, αποτυπώνεται στις αποφάσεις των θεσμικών οργάνων της ΕΕ και στην διαμόρφωση μίας νέας αντίληψης όσον αφορά αφενός στην διαχείριση των μεταναστευτικών ροών στο εξωτερικό αφετέρου τις διαδικασίες ενσωμάτωσης των νομίμων μεταναστών στο εσωτερικό των κρατών-μελών της ΕΕ. [1]
Στη Συνθήκη του Άμστερνταμ (υπογραφή 1997, ενεργοποίηση 1999) δηλώνεται με σαφήνεια ότι ένας από τους εκπεφρασμένους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι «να διατηρήσει και να αναπτύξει την Ένωση ως χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, εντός του οποίου θα διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, σε συνδυασμό με...
κατάλληλα μέτρα όσον αφορά στους ελέγχους στα εξωτερικά σύνορα, στο άσυλο, στη μετανάστευση και στην αποτροπή και την καταπολέμηση του εγκλήματος».[2] Η Ευρωπαϊκή Ένωση κινείται σταθερά τα τελευταία έτη προς τον συντονισμό των επιμέρους εθνικών μεταναστευτικών πολιτικών, εξέλιξη, η οποία επιβεβαιώνεται και από την υπογραφή της Συνθήκης της Λισαβόνας (υπογραφή 2007, ενεργοποίηση 2009), με την οποία καταδεικνύεται η βούληση καθιέρωσης μίας κοινής προσέγγισης της ΕΕ στο θέμα της μετανάστευσης.
Στη σύνοδο κορυφής των Βρυξελλών τον Δεκέμβριο του 2003, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, αφού επιβεβαίωσε την αναγκαιότητα καθιέρωσης μίας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής για το άσυλο, ενέκρινε μία ιδιαίτερα σημαντική οδηγία, βάσει της οποίας καθορίζονται ελάχιστοι κανόνες, ώστε αλλοδαποί πολίτες τρίτων χωρών ή ανιθαγενή άτομα να αναγνωρίζονται ως πρόσφυγες ή ως πρόσωπα που χρήζουν επικουρικής προστασίας. Η εν λόγω οδηγία επίσης προσδιορίζει το ακριβές περιεχόμενο της παρεχομένης προστασίας (Οδηγία 2004/83/ΕΚ).
Η Ευρωπαϊκή Ένωση πλέον προσανατολίζεται στην κατεύθυνση της ενίσχυσης του επαναπατρισμού ενός σημαντικού αριθμού παρανόμων μεταναστών. Η Πράσινη Βίβλος της 6ης Ιουνίου 2007, η οποία εξετάζει το μέλλον του προτεινόμενου κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, αποτελεί κατ’ ουσίαν το προσχέδιο για τον καθορισμό ενός συγκεκριμένου προγράμματος δράσης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εγκρίνει την χορήγηση σφαιρικής χρηματοδότησης ενίσχυσης στις δράσεις επανεγκατάστασης, τις οποίες θα πραγματοποιούν τα επιμέρους κράτη-μέλη με απώτερο σκοπό τον επαναπατρισμό των παρανόμων μεταναστών και τον έλεγχο των ροών, αλλά και την καταπολέμηση της διεθνούς τρομοκρατίας, η οποία διασυνδέεται με τις μεταναστευτικές ροές.[3]
Στην ίδια προσπάθεια εντάσσεται και το Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο που εγκρίθηκε τον Οκτώβριο του 2008 από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (Έγγραφο 13440/08). Βάσει του ανωτέρω Συμφώνου, η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη-μέλη της δεσμεύτηκαν να εφαρμόσουν μία αποτελεσματική πολιτική με άξονα τις αρχές του σεβασμού των ατομικών δικαιωμάτων, αλλά και της προστασίας της κοινωνικής συνοχής. Με το ανωτέρω Σύμφωνο ενισχύθηκε η προστασία των εξωτερικών συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως χάρη στην ανάδειξη του ευρωπαϊκού οργανισμού Frontex για τη διασυνοριακή συνεργασία.
Το Ευρωπαϊκό Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο αναφέρει συγκεκριμένα: «Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θεωρεί ότι η νόμιμη μετανάστευση πρέπει να δηλώνει τη βούληση αμφότερων των πλευρών, τόσο του μετανάστη όσο και της χώρας υποδοχής, και να αποβλέπει σε αμοιβαίο όφελος. Υπενθυμίζει ότι εναπόκειται σε κάθε κράτος μέλος να αποφασίζει τις προϋποθέσεις εισόδου των νόμιμων μεταναστών στο έδαφός του και να καθορίζει ενδεχομένως τον αριθμό τους. Η επιβολή ποσοστώσεων που μπορεί να προκύψει, θα μπορούσε να γίνει σε σύμπραξη με τις χώρες προέλευσης. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καλεί τα κράτη μέλη να εφαρμόσουν μια επιλεκτική και συντονισμένη μεταναστευτική πολιτική, ιδίως σε συνάρτηση με τις ανάγκες της εγχώριας αγοράς εργασίας και λαμβανομένων υπόψη των πιθανών επιπτώσεων στα υπόλοιπα κράτη μέλη. Τέλος, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υπογραμμίζει τη σημασία της διαμόρφωσης μιας πολιτικής που να επιτρέπει την ίση μεταχείριση των μεταναστών και την αρμονική ενσωμάτωσή τους στην κοινωνία της χώρας που τους υποδέχεται».
Η πρόσφατη (27 Μαρτίου 2012) υπερψήφιση από την Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου πρότασης του ευρωβουλευτή Γιώργου Παπανικολάου για την τροποποίηση του κώδικα συνόρων του χώρου Σένγκεν καταδεικνύει τη σταθερή πορεία της ΕΕ προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της Κοινής Μεταναστευτικής Πολιτικής. Κύρια σημεία της εν λόγω πρότασης αποτελούν η ενδυνάμωση των συνοριακών ελέγχων στα σύνορα των κρατών μελών του χώρου Σένγκεν, η ενίσχυση της αλληλεγγύης μεταξύ τους, ιδίως προς εκείνα τα κράτη που βρίσκονται αντιμέτωπα με μεγάλο αριθμό παράνομων μεταναστευτικών ροών, καθώς και η σαφής διατύπωση και πρόβλεψη των πολιτικών για τη διέλευση, παραμονή και αναχώρηση από τον χώρο Σένγκεν πολιτών τρίτων κρατών. Κατά τον τρόπο αυτό η ΕΕ επιβεβαιώνει την βούλησή της να συνδράμει τα κράτη-μέλη της στο ζήτημα της αποτελεσματικής διαχείρισης των μεταναστευτικών ροών.
Στο πλαίσιο μίας Κοινής Μεταναστευτικής Πολιτικής των κρατών-μελών της ΕΕ είναι δυνατόν να ισχύουν οι εξής διατάξεις:
α. Οι αποφάσεις νομιμοποίησης των μεταναστών πρέπει να λαμβάνονται μόνον κατά ατομική περίπτωση και να μην είναι γενικές, στο πλαίσιο των εθνικών νομοθεσιών,
β. να συναφθούν συμφωνίες επανεισδοχής, τόσο σε κοινοτικό όσο και σε διμερές επίπεδο, με τις χώρες για τις οποίες κρίνεται απαραίτητο,
γ. να ληφθεί μέριμνα για την πρόληψη των κινδύνων της παράνομης μετανάστευσης, στο πλαίσιο των λεπτομερειών εφαρμογής των πολιτικών εισόδου και διαμονής των υπηκόων τρίτων χωρών,
δ. να αναπτυχθεί η συνεργασία μεταξύ των κρατών-μελών και η ανάπτυξη κοινών μηχανισμών για την απομάκρυνση των παρανόμων μεταναστών,
ε. να ενισχυθεί η συνεργασία με τις χώρες καταγωγής και διέλευσης, στο πλαίσιο της Σφαιρικής Προσέγγισης της Μετανάστευσης, με σκοπό την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης, ώστε η εκροή του μεταναστευτικού πληθυσμού να είναι ελεγχόμενη και υποκείμενη στην διεθνή νομιμότητα.
Επιτακτικής σημασίας είναι η αποτελεσματική και εκτεταμένη αξιοποίηση του κοινοτικού προγράμματος «Καλύτερη Διαχείριση των Μεταναστευτικών Ροών» (2007-2013), το οποίο χρηματοδοτείται από τέσσερα ειδικά ταμεία: το Ταμείο Εξωτερικών Συνόρων, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Προσφύγων, το Ταμείο Επιστροφής και το Ταμείο Ένταξης. Η διαμόρφωση νέου κοινοτικού προγράμματος αντιστοίχου περιεχομένου και παρόμοιας στόχευσης, με έμφαση στα κράτη της Μεσογείου, πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Σε κάθε περίπτωση το μεταναστευτικό ζήτημα αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα των εξωτερικών σχέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρα μια αποτελεσματική διαχείριση της μετανάστευσης πρέπει να είναι σφαιρική και να χαρακτηρίζεται από μία σειρά θεσμικών επιλογών, βασική προτεραιότητα των οποίων θα είναι η διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής των κρατών-μελών. Η θέσπιση κοινής πολιτικής στον τομέα των θεωρήσεων, η εναρμόνιση των ελέγχων στα εξωτερικά σύνορα και των κανόνων για την παροχή ασύλου, η ευθυγράμμιση των προϋποθέσεων νόμιμης μετανάστευσης, η συνεργασία στον τομέα της καταπολέμησης της παράνομης μετανάστευσης, η αναβάθμιση του οργανισμού FRONTEX και η σύσταση ειδικών ταμείων αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών αποτελούν παραμέτρους της κοινής αυτής πολιτικής.
ΤΟ ΝΕΟ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ ΔΟΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Η Ελληνική Δημοκρατία είναι το κράτος εκείνο της ΕΕ, το οποίο είναι το πλέον εκτεθειμένο στις διεθνείς μεταναστευτικές ροές κυρίως λόγω της ιδιαίτερης γεωγραφικής του θέσης στο γεωπολιτικό υποσύστημα της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, αλλά και λόγω της καταφανούς αδυναμίας του να διαφυλάξει την επικράτειά του. Η αδυναμία αυτή της Ελληνικής Δημοκρατίας προκάλεσε τις επικρίσεις κρατών-μελών της ΕΕ, όπως η Αυστρία και η Γαλλία, ενώ τέθηκε το ζήτημα της ενδεχόμενης αποβολής της Ελληνικής Δημοκρατίας από τη συνθήκη Σένγκεν λόγω της ανεπαρκούς διαχείρισης των μεταναστευτικών ροών.
Αντιμέτωπη με μία σταθερή εισροή παρανόμων μεταναστών και αντιλαμβανόμενη τις αρνητικές συνέπειες της μαζικής παράνομης μετανάστευσης, η Ελληνική Δημοκρατία δείχνει να προσανατολίζεται προς την επεξεργασία και καθιέρωση ενός πιο συνεκτικού πλαισίου. Η καθιέρωση μίας συγκροτημένης μεταναστευτικής πολιτικής οφείλει να εδράζεται σε σύγχρονες, λειτουργικές αρχές, οι οποίες θα αποσκοπούν πρωτίστως στην διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και της ασφάλειας της Ελλάδος ως κράτους υποδοχής των μεταναστευτικών ροών. Η Ελληνική Δημοκρατία χρειάζεται πρωτίστως ένα Νέο Μεταναστευτικό Δόγμα, το οποίο θα αφορά τόσο στην διαχείριση των μεταναστευτικών ροών στο εξωτερικό όσο και στον έλεγχο της επικράτειας στο εσωτερικό, αλλά και στην ενσωμάτωση των νομίμων μεταναστών στην ελληνική κοινωνία.
Με τον όρο μεταναστευτικό καθεστώς ή καθεστώς μετανάστευσης (migration regime) προσδιορίζουμε «ένα πλέγμα τυπικών και άτυπων κανόνων, θεσμών, ρυθμίσεων, χαρακτηριστικών των μεταναστών και διαδικασιών λήψης αποφάσεων για τις μεταναστευτικές ροές και το απόθεμα της χώρας υποδοχής».[4] Το εκάστοτε ισχύον μεταναστευτικό καθεστώς συμβάλλει στην διαμόρφωση του ακολουθούμενου καθεστώτος ενσωμάτωσης (mode/regime of incorporation).
Ο όρος μεταναστευτικό σύστημα προσδιορίζεται ως έννοια υποκείμενη σε αυτήν του μεταναστευτικού καθεστώτος και ουσιαστικά χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ιδιαίτερη δομή και τις επιμέρους λειτουργίες ρύθμισης της ευρείας μεταναστευτικής διαδικασίας.[5] Η έννοια αφορά στο πλέγμα των σχέσεων, οι οποίες αναπτύσσονται ανάμεσα στις χώρες προέλευσης των αλλοδαπών μεταναστών και στην χώρα υποδοχής του μεταναστευτικού αποθέματος, καθώς και στην διάρθρωση των επιμέρους όψεων της μεταναστευτικής πολιτικής, όπως αυτές μορφοποιούνται στο εσωτερικό του κράτους υποδοχής.
Το μεταναστευτικό σύστημα εξαρτάται από μία σειρά παραγόντων και δομικών μηχανισμών, όπως:
α. η ιστορική πορεία και παράδοση του κράτους υποδοχής,
β. το πολιτικό σύστημα του κράτους υποδοχής,
γ. τα αίτια/κίνητρα των μεταναστευτικών ροών,
δ. τα μορφολογικά χαρακτηριστικά των μεταναστών,
ε. οι τεθέντες στόχοι της μεταναστευτικής πολιτικής του κράτους υποδοχής.[6]
Οι ανωτέρω παράγοντες διαμορφώνουν τη συνολική μεταναστευτική πολιτική του κράτους υποδοχής, η οποία εξακτινώνεται σε επιμέρους φορείς άσκησης πολιτικής, διοικητικούς οργανισμούς, δίκτυα κοινωνικής δράσης και άλλους θεσμικούς ή μη παράγοντες στο εσωτερικό της κοινωνίας υποδοχής. Μία αποτελεσματική μεταναστευτική πολιτική οφείλει να διέπεται από κεντρική κατεύθυνση, ενότητα δράσης και στοχοθεσίας και συναρμογή με τα κοινωνικά δεδομένα της χώρας υποδοχής.
Η μεταναστευτική πολιτική με τη σειρά της διακρίνεται σε δύο επιμέρους κατηγορίες:
α. στην πολιτική ρύθμισης και ελέγχου της μετανάστευσης και
β. στην πολιτική ενσωμάτωσης των μεταναστών.
Η πολιτική ρύθμισης και ελέγχου της μετανάστευσης αναφέρεται ως έννοια στον «έλεγχο που ασκεί ένα κυρίαρχο κράτος στην είσοδο αλλοδαπών πολιτών στο έδαφός του και στην πρόσβασή τους στην παραμονή και στην εργασία».[7] Συνεπώς αναφέρεται στους συγκεκριμένους κανόνες και τη συγκεκριμένη διαδικασία, η οποία προσδιορίζει την επιλογή και την είσοδο των αλλοδαπών πολιτών στην επικράτεια της χώρας υποδοχής. Η πολιτική αυτή, επομένως, συμβάλλει καθοριστικά στον προσδιορισμό τόσο της ποσοτικής όσο και της ποιοτικής διάστασης του μεταναστευτικού αποθέματος στην χώρα υποδοχής, καθώς καθορίζει αφενός τον αριθμό των αλλοδαπών, οι οποίοι εισέρχονται και παραμένουν στην χώρα υποδοχής, αφετέρου τα ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά τους.
Η πολιτική ρύθμισης και ελέγχου της μετανάστευσης είναι δυνατόν να περιλαμβάνει μία σειρά διοικητικών μέτρων, όπως τα εξής:
α. έλεγχος των συνόρων της εδαφικής επικράτειας
β. εξ αποστάσεως έλεγχος της μεταναστευτικής ροής (με την καθιέρωση θεωρήσεων εισόδου και την πρόσληψη αλλοδαπού εργατικού δυναμικού από γραφεία εργασίας στην χώρα προέλευσης συνδεδεμένα με τις διοικητικές αρχές της χώρας προορισμού)
γ. παροχή αναπτυξιακής βοήθειας στις χώρες προέλευσης των μεταναστευτικών ροών
δ. επαναπροώθηση των παρανόμων μεταναστών στις χώρες προέλευσης
ε. απέλαση των ανεπιθύμητων μεταναστών
στ. θέσπιση ως ιδιωνύμου αδικήματος της εκμετάλλευσης της παράνομης κατάστασης των αλλοδαπών
Τα προτεινόμενα μέτρα (α), (β) και (γ) αφορούν στην προληπτική διαχείριση των μεταναστευτικών ροών, ήτοι στην εκ των προτέρων διαχείριση της μετανάστευσης, ενώ τα προτεινόμενα μέτρα (δ) και (ε) αφορούν στην πρωταρχική διαχείριση του μεταναστευτικού αποθέματος, δηλαδή στην εκ των υστέρων διαχείριση της μετανάστευσης. Το προτεινόμενο μέτρο (στ) αφορά τόσο στην προληπτική διαχείριση των μεταναστευτικών ροών –στον βαθμό που καθιστά ιδιώνυμο αδίκημα την διακίνηση μεταναστών- όσο και στη διαχείριση του μεταναστευτικού αποθέματος, στον βαθμό που καθιστά ιδιώνυμο αδίκημα την παροχή στέγασης και εργασίας σε παράνομους αλλοδαπούς μετανάστες.
Η Ελληνική Δημοκρατία χρειάζεται την δημιουργία πολυάριθμων Κέντρων Προσωρινής Κράτησης ανά την επικράτεια, μέσω των οποίων θα πραγματοποιείται η διεκπεραίωση του επαναπατρισμού των παρανόμων αλλοδαπών. Τα Κέντρα Προσωρινής Κράτησης συνιστούν μία πρακτική η οποία εφαρμόζεται σε αρκετά ευρωπαϊκά κράτη. Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι στην Γαλλία υπάρχουν 22 Κέντρα Προσωρινής Κράτησης, στην Ιταλία 13, στο Ηνωμένο Βασίλειο 13, στην Ισπανία 9, στο Βέλγιο 6, στη Σουηδία 5, στη Ρουμανία 2. Τα Κέντρα Προσωρινής Κράτησης, στα οποία πρέπει να υπάρχουν οι αυτονόητοι κανόνες αξιοπρεπούς και ασφαλούς διαβίωσης, θα χρησιμεύσουν στην επιτυχή ολοκλήρωση της διαδικασίας του επαναπατρισμού των παρανόμων μεταναστών, ενώ ταυτοχρόνως θα λειτουργήσουν και σε επίπεδο αποτροπής νέων μεταναστευτικών ροών προς την επικράτεια της Ελληνικής Δημοκρατίας.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗΣ ΤΩΝ ΝΟΜΙΜΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ
Η πολιτική ενσωμάτωσης των μεταναστών αφορά στην διαχείριση, στον έλεγχο και την λειτουργική ένταξή του νόμιμου μεταναστευτικού πληθυσμού στις δομές και τις αξίες του κοινωνικού συνόλου της χώρας υποδοχής.
Οι επιλογές της πολιτικής ενσωμάτωσης των μεταναστών είναι δυνατόν να αναχθούν σε τρεις βασικές τάσεις:
α. την πολυπολιτισμικότητα,
β. την απλή ενσωμάτωση των μεταναστών
γ. την δομική ενσωμάτωση των μεταναστών στο πλαίσιο της χώρας υποδοχής.
Η πολυπολιτισμικότητα (multiculturalism) αφορά στην θεσμική και καταναγκαστική συντήρηση των προκατασκευασμένων εθνοτικών ταυτοτήτων των μεταναστών με τελική συνέπεια ή ακόμη και σκοπό την αναίρεση της ομοιογένειας του προτύπου του έθνους-κράτους και την δημιουργία της πολυπολιτισμικής κοινωνίας. Βάσει της πολυπολιτισμικής θεωρίας καμία κουλτούρα δεν είναι καλύτερη ή καταλληλότερη από τις άλλες, μία άποψη, η οποία εκπίπτει σε αξιολογικό μηδενισμό. Η πολυπολιτισμικότητα οδηγεί νομοτελειακά στην δημιουργία παράλληλων κοινωνιών, στην κατάτμηση της ενότητας της Δημοκρατίας και στην πρόκληση κοινωνικών και εθνοπολιτισμικών εντάσεων και στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες θεωρείται πλέον οριστικά ως αναχρονιστική και μη λειτουργική επιλογή.[8]
Ο όρος ένταξη (inclusion/insertion) χρησιμοποιείται για να περιγράψει δύο παραπλήσιες, αλλά και παραλλασσόμενες διαδικασίες.[9] Σε ένα πρώτο επίπεδο, δηλαδή, η ένταξη αφορά στην τυπική ή πρωτογενή κοινωνικοποίηση (inclusion), η οποία πραγματοποιείται μέσω θεμελιωδών φορέων, όπως η οικογένεια, το σχολείο και οι τυπικές κοινωνικές σχέσεις. Σε ένα δεύτερο επίπεδο ο όρος αφορά στην δευτερογενή κοινωνικοποίηση (insertion), η οποία πραγματοποιείται μέσω της εργασιακής απασχόλησης, μέσω της ιδιοκτησίας κατοικίας, μέσω της κατανάλωσης, της συμμετοχής σε συνδικαλιστικούς ή άλλους συλλογικής υφής φορείς ή μέσω της συμμετοχής στον δημόσιο βίο.
ΑΠΛΗ ΚΑΙ ΔΟΜΙΚΗ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΩΝ ΝΟΜΙΜΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ
Η απλή ενσωμάτωση (integration) είναι δυνατόν να προσδιοριστεί ως η ένταξη των μεταναστών στο ευρύτερο πολιτικό/νομικό, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο της χώρας υποδοχής, χωρίς όμως να προηγείται η αποποίηση στοιχείων της προγενέστερης εθνοτικής και πολιτισμικής τους ταυτότητας.[10] Η απλή ενσωμάτωση είναι κατ’ ουσίαν μία ατελής ή μία προκαταρκτική εκδοχή της δομικής ενσωμάτωσης. Η απλή ενσωμάτωση επικεντρώνεται στην πολιτική/νομική και την οικονομική διάσταση της διαδικασίας ενσωμάτωσης και τείνει να παραβλέπει την κοινωνική και ιδίως την πολιτισμική διάσταση αυτής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ωστόσο, δεν συνυπολογίζονται ουσιώδη δεδομένα του μεταναστευτικού φαινομένου και η διαδικασία της ενσωμάτωσης προσλαμβάνεται τόσο από τους αλλοδαπούς μετανάστες όσο και από την κοινωνία της χώρας υποδοχής ως μία τυπική θεσμική διαδικασία, ως μία γραφειοκρατική τυπικότητα, ενώ στην πραγματικότητα η ενσωμάτωση αποτελεί ένα πολυσύνθετο φαινόμενο.
Η δομική ενσωμάτωση (structural integration) αφορά στην λειτουργική ένταξη των μεταναστών στο νέο πολιτικό/νομικό, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο της χώρας υποδοχής με την αποδοχή των αρχών της πολιτικής και πολιτισμικής αναφοράς της χώρας υποδοχής. Η δομική ενσωμάτωση είναι διαδικασία σύνθετη και μακροχρόνια, ωστόσο πολύ πιο αποτελεσματική, όπως έχει καταδείξει η ευρωπαϊκή εμπειρία, σε σχέση τόσο με την απλή ενσωμάτωση όσο και με την συνύπαρξη στο πλαίσιο μίας πολυπολιτισμικής κοινωνίας. Η δομική ενσωμάτωση είναι δυνατόν να διακριθεί σε τέσσερις επιμέρους κατηγορίες, οι οποίες αφορούν σε διαφορετικές, αν και αλληλοσυνδεόμενες, πλευρές του εγχειρήματος της ενσωμάτωσης. Οι επιμέρους αυτές κατηγορίες είναι οι εξής:
α. Η πολιτική ενσωμάτωση αφορά στην αποδοχή εκ μέρους των αλλοδαπών μεταναστών του δημοκρατικού πολιτικού πλαισίου της χώρας υποδοχής, στην τήρηση των νόμων και των δημοκρατικών αρχών και τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
β. Η οικονομική ενσωμάτωση αφορά στη συμμετοχή των μεταναστών στις οικονομικές δραστηριότητες της χώρας υποδοχής, στη συμμετοχή τους στην παραγωγική διαδικασία και στην αποδέσμευσή τους από την κρατική επιχορήγηση μέσω της οικονομικής τους αυτοτέλειας και αυτάρκειας.
γ. Η κοινωνική ενσωμάτωση προσδιορίζεται ως η συμμετοχή των μεταναστών στα τοπικά δίκτυα και το εθνικό κοινωνικό δίκτυο, στην διαδραστική, διαλεκτική συνύπαρξή τους με τους πολίτες της πλειονότητας του αυτόχθονος πληθυσμού.
δ. Η πολιτισμική ενσωμάτωση ταυτίζεται με την αποδοχή εκ μέρους των μεταναστών του κυρίαρχου πολιτισμικού πλαισίου στη δημόσια σφαίρα. Η πολιτισμική ενσωμάτωση προϋποθέτει την αποδοχή της Κυρίαρχης Εθνικής Κουλτούρας της χώρας υποδοχής και επίσης της Κυρίαρχης Ευρωπαϊκής Κουλτούρας, καθώς αναφερόμαστε σε ευρωπαϊκά κράτη.[11] Η αποδέσμευση των μεταναστών από την -καταναγκαστική ενίοτε- συλλογικότητα της μειονοτικής ομάδας και η απόδοσή τους στη νέα πολιτικής υφής συλλογικότητα της Δημοκρατίας συνιστά εχέγγυο της ομαλής ενσωμάτωσής τους στον κοινωνικό ιστό της χώρας υποδοχής και στην ατομική κοινωνική τους πρόοδο και ανέλιξη.
Η δομική ενσωμάτωση εν γένει χαρακτηρίζεται από την θετικότητα της στάσης του μετανάστη έναντι των αρχών και των αξιών της κοινωνίας της χώρας υποδοχής, η οποία αποδεικνύεται με την ενεργή επίδειξη της βούλησής του να προσαρμοστεί στο κυρίαρχο πολιτικό και πολιτισμικό πλαίσιο.[12] Μέσω της δομικής ενσωμάτωσης οι μετανάστες αποκτούν την δυνατότητα ισότιμης συμμετοχής τους στην πολιτική, οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή της χώρας υποδοχής. Με αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται η ομαλότητα του δημοκρατικού πολιτεύματος, η κοινωνική συνοχή, η ομαλή λειτουργία της οικονομικής σφαίρας, ενώ επίσης αποτρέπεται η δημιουργία διακριτών μειοψηφικών εθνοπολιτισμικών θυλάκων. Η δομική ενσωμάτωση είναι η ενδεικνυόμενη επιλογή για τους ίδιους τους μετανάστες, καθώς συμβάλλει στην αποτροπή αρνητικών εκδηλώσεων κοινωνικού ρατσισμού σε βάρος των μεταναστών και δημιουργεί ένα κέλυφος προστασίας προς όφελος των ομάδων των μεταναστών. Η δομική ενσωμάτωση συμβάλλει στην δημοκρατική εξίσωση των πληθυσμών των μεταναστών, καθώς προϋποθέτει την ύπαρξη κοινών υποχρεώσεων όλων των κατοίκων του κράτους έναντι των αρχών και την ύπαρξη κοινών αξιών των πολιτών.[13]
ΕΛΛΑΔΑ: ΑΝΑΓΚΗ ΓΙΑ ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΗ ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ
Καθώς οι ανάγκες του ελληνικού κράτους σε ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό έχουν ήδη υπερκαλυφθεί λόγω της ροής των μεταναστευτικών ρευμάτων την τελευταία εικοσαετία (1990-2010), η χώρα είναι δυνατόν να υιοθετήσει την αρχή της επιλεκτικής ποιοτικής μετανάστευσης. Με αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα θα ευθυγραμμιστεί με τα σύγχρονα ευρωπαϊκά κράτη, όπως η Γαλλία, η Γερμανία, η Αυστρία, η Δανία, η Ελβετία, η Ιταλία, τα οποία εφαρμόζουν ήδη την αρχή της επιλεκτικής ποιοτικής μετανάστευσης. Η ίδια η ΕΕ, άλλωστε, με τις διατάξεις του Ευρωπαϊκού Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Άσυλο (2008) καθορίζει ότι εναπόκειται σε κάθε κράτος μέλος να αποφασίζει τις προϋποθέσεις εισόδου των νόμιμων μεταναστών στο έδαφός του και να καθορίζει ενδεχομένως τον αριθμό τους.
Η αρχή της επιλεκτικής ποιοτικής μετανάστευσης, η οποία σχετίζεται με την ποιοτική διάσταση των μεταναστευτικών ροών, αφορά στην καθιέρωση συγκεκριμένων κριτηρίων για την εξέταση του αιτήματος εισδοχής των νομίμων μεταναστών στην επικράτεια ενός κράτους. Τα κριτήρια αυτά είναι οδηγούν σε μία επιλογή, η οποία είναι τριπλή:
α. επιλογή με βάση τον αριθμό
β. επιλογή με βάση την αρχή της πολιτισμικής συνάφειας
γ. επιλογή με βάση τα ποιοτικά προσόντα των μεταναστών
Η επιλογή με βάση τον αριθμό αφορά στην καθιέρωση ενός ανώτατου κλειστού αριθμού, ενός μέγιστου ορίου εισδοχής μεταναστών. Θεμελιώδης έννοια μίας συγκροτημένης μεταναστευτικής πολιτικής είναι η θέσπιση και επιμελημένη τήρηση ενός επαρκώς προσδιορισμένου ορίου όσον αφορά στο μέγεθος του μεταναστευτικού αποθέματος, ενός, δηλαδή, αρίστου αριθμού μεταναστών.[14] Η έννοια αυτή, ο άριστος αριθμός μεταναστών, αναφέρεται σε έναν αριθμητικό δείκτη, ο οποίος προσδιορίζεται ως λειτουργικός για ένα κοινωνικό σύνολο, ώστε να αποκομίζεται το μέγιστο δυνατό οικονομικό όφελος τόσο για τους γηγενείς όσο και για τους επήλυδες μετανάστες. Ο αριθμός αυτός είναι εξ ορισμού μικρός, καθώς υφίσταται αρνητικός συσχετισμός ανάμεσα στην αύξηση του αριθμού των μεταναστών και στο οικονομικό όφελος τόσο για τους γηγενείς όσο και για τους αλλοδαπούς μετανάστες. Η ποσόστωση με βάση τον αριθμό είναι δυνατόν να συνδέεται με τις δύο άλλες κατηγορίες ποσοστώσεων.
Η επιλογή με βάση την αρχή της πολιτισμικής συνάφειας αποτελεί βασική παράμετρο της επιλεκτικής ποιοτικής μετανάστευσης. Ο όρος αφορά στην θεσμοθετημένη προτίμηση σε μετανάστες από κράτη με συγγενές προς την χώρα υποδοχής πολιτισμικό πλαίσιο, κατάσταση, η οποία διευκολύνει την ενσωμάτωση των μεταναστών στην κοινωνία υποδοχής.[15] Η τακτική αναλύεται στο έργο της αμερικανικής κοινωνιολογικής Σχολής του Chicago, όπου υποστηρίζεται ότι όσο μεγαλύτερη πολιτισμική συνάφεια παρουσιάζει μία εθνοτική ομάδα μεταναστών με τον πολιτισμό της χώρας υποδοχής, τόσο συντομότερη είναι η περίοδος ενσωμάτωσής της στην κοινωνία.[16]
Η ποσόστωση πολιτισμικής συνάφειας ισχύει με άμεσο ή έμμεσο τρόπο στα εξής κράτη:
1. στην Γερμανία, όπου ισχύει προνομιακό καθεστώς για τους μετανάστες γερμανικής καταγωγής από την πρώην ΕΣΣΔ
2. στην Δανία, όπου προτιμώνται οι πολίτες των λεγομένων νορδικών χωρών (Νορβηγία, Σουηδία, Φιλανδία, χώρες της Βαλτικής),
3. στην Ιταλία, όπου προτιμώνται οι πολίτες της Αλβανίας και των κρατών της πρώην Γιουγκοσλαυίας,
4. στην Ισπανία, όπου προτιμώνται οι ισπανόφωνοι πολίτες κρατών της Λατινικής Αμερικής.
5. στην Πορτογαλία, όπου προτιμώνται οι πολίτες κρατών με επίσημη γλώσσα την πορτογαλική, όπως η Βραζιλία,
6. στην Γαλλία, όπου προτιμώνται οι γαλλόφωνοι του εξωτερικού (λ.χ. οι γαλλόφωνοι του Καναδά) και οι πρώην υπήκοοι των υπερπόντιων και αποικιακών εδαφών,
7. στην Ολλανδία, όπου προτιμώνται οι πρώην υπήκοοι των ολλανδικών υπερπόντιων περιοχών και οι πολίτες κρατών δυτικού προσανατολισμού, τα οποία δεν ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση,
8. στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου προτιμώνται οι πρώην υπήκοοι της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
Η επιλογή με βάση τα ποιοτικά προσόντα των μεταναστών αφορά στην προτίμηση μεταναστών, οι οποίοι διαθέτουν μία σειρά ποιοτικών ατομικών χαρακτηριστικών, τα οποία σχετίζονται με το ποσό του κοινωνικού κεφαλαίου εκάστου μετανάστη. Στοιχεία αυτού του είδους κατά φθίνουσα σειρά αξιολογικής σημασίας είναι δυνατόν να είναι τα εξής:
α. το μορφωτικό επίπεδο
β. η δυνατότητα κοινωνικής προσαρμογής στο κυρίαρχο εθνικό κοινωνικό και πολιτισμικό πρότυπο
γ. η εργασιακή εμπειρία και επαγγελματική κατάρτιση
δ. η γλωσσομάθεια, η γνώση της γλώσσας της χώρας υποδοχής
ε. η ηλικία
στ. οι επαφές με παράγοντες της αγοράς εργασίας
Σήμερα η αρχή της επιλεκτικής ποιοτικής μετανάστευσης εφαρμόζεται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο σε πολυάριθμα κράτη της Ευρώπης. Στην Γαλλία, όπου αντίστοιχες νομοθετικές τροποποιήσεις εισήχθησαν το 2006 και το 2007, η ανωτέρω αρχή αποκαλείται επιλεγμένη μετανάστευση (immigration choisie).
Συναφής με την ανωτέρω αρχή της επιλεκτικής ποιοτικής μετανάστευσης είναι η αρχή της ανταποδοτικότητας, η οποία πρέπει να αντικαταστήσει το παρωχημένο ήδη πρότυπο των δημοσίων παροχών και της άκριτης κοινωνικής πρόνοιας. Η αρχή της ανταποδοτικότητας αφορά στην προσαρμογή των μεταναστών στις ανάγκες της οικονομίας της χώρας υποδοχής και της οικονομικής τους συμβολής στην ευημερία της κοινωνίας που τους παρέχει μία σειρά δημοσίων αγαθών. Η αρχή της ανταποδοτικότητας έχει υιοθετηθεί από την Δανία, την Ιταλία, την Ελβετία και σε μικρότερο βαθμό από την Γερμανία και την Γαλλία. Μετατοπίζοντας την εννοιολογική αναφορά της μεταναστευτικής πολιτικής από την παρωχημένη πολυπολιτισμικότητα ή την απλή ενσωμάτωση και το εκτεταμένο κράτος πρόνοιας στην σύγχρονη αρχή της δομικής ενσωμάτωσης και στο λειτουργικό κράτος ανταποδοτικότητας, θα επιτευχθεί τόσο η οικονομική αυτάρκεια και η σταδιακή εξίσωση του νόμιμου μεταναστευτικού πληθυσμού με τους πολίτες της χώρας όσο και η κοινωνική ειρήνη.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] Βλ. Ι. Κωτούλας, ‘Ευρωπαϊκή μεταναστευτική νομοθεσία και απόδοση ιθαγένειας’, Φιλελεύθερη Έμφαση τ. 42 (1-3/2010), 108-120.
[2] Βλ. The Treaty of Amsterdam, Άρθρο 1, παρ. 5. Για μία ανάλυση της Συνθήκης του Άμστερνταμ βλ. K. Hailbronner, ‘European Immigration and Asylum Law under the Amsterdam Treaty’, Common Market Law Review 35:5 (1998), 1047-67.
[3]Για την διασύνδεση της διεθνούς τρομοκρατίας με την παράνομη μετανάστευση σε θεσμικό επίπεδο, εξέλιξη, η οποία πιστοποιεί τον εξορθολογισμό στην προσέγγιση του μεταναστευτικού προβλήματος, βλ. Συμπεράσματα της Προεδρίας, Ευρωπαϊκό Συμβούλιο 16-17 Ιουνίου 2005, 10255/1/05, 6.
[4] Βλ. Α. Κόντης, ‘Ιθαγένεια και ενσωμάτωση μεταναστών’, στο Α. Κόντης (επιμ.), Ζητήματα κοινωνικής ένταξης μεταναστών, Αθήνα: Παπαζήσης, 2009, 28.
[5] Βλ. Α. Κόντης, ‘Ιθαγένεια και ενσωμάτωση μεταναστών’, ό.π., 27.
[6] Βλ. U. Birsl, Migration und Migrationspolitik im Prozess der europäischen Integration, Obladen: Verlag Barbara Budrich, 2005, 146-58.
[7] Βλ. T. Hammar, European Immigration Policy, Cambridge: Cambridge University Press, 1985, 249.
[8] Βλ. Ι. Κωτούλας, Μετανάστευση και Κυρίαρχη Εθνική Κουλτούρα: Θρησκεία-πολιτική-πολυπολιτισμικότητα, πρόλογος Ι.Θ. Μάζης, Αθήνα: Παπαζήσης, 2011.
[9] Βλ. Δ. Παπαδοπούλου, ‘Η κοινωνική ενσωμάτωση στην ελληνική περίπτωση’, στο D. Schnapper, Η κοινωνική ενσωμάτωση: Μια σύγχρονη προσέγγιση, ό.π., 26-7∙ Δ. Παπαδοπούλου, ‘Μορφές κοινωνικής ένταξης και κοινωνικής ενσωμάτωσης των μεταναστών: Το παράδειγμα της Περιφέρειας Αττικής, στο Χ. Μπαγκαβός & Δ. Παπαδοπούλου (επιμ.), Μετανάστευση και ένταξη των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία, Αθήνα: Gutenberg, 2006, 299 κ.ε.
[10] Βλ. St. Castles et al, Integration: Mapping the Field, London: Home Office, 2002. Σύμφωνα με έναν παρόμοιο ορισμό της ενσωμάτωσης θεωρείται ότι αυτή είναι: «η προσαρμογή των μεταναστών στους θεσμούς, τις νόρμες και την κουλτούρα της ‘μείζονος κοινωνίας’ στον βαθμό που αυτό κρίνεται απαραίτητο, προκειμένου τα μέλη της [διαφορετικής] ομάδας να λειτουργούν στην κοινωνία διατηρώντας παράλληλα άθικτη την εθνοτική τους ταυτότητα». Βλ. A. Alund & C.U. Schierup, Paradoxes of Multiculturalism: Essays on Swedish Society, Avebury: Aldershot, 1991, 14.
[11] Βλ. Ι. Κωτούλας, Μετανάστευση και Κυρίαρχη Εθνική Κουλτούρα: Θρησκεία-πολιτική-πολυπολιτισμικότητα, ό.π.,, 265 κ.ε.
[12] Βλ. Α. Κόντης, ‘Ιθαγένεια και ενσωμάτωση μεταναστών’, ό.π., 24.
[13] Βλ. Ι. Θ. Μάζης, Η γεωπολιτική της Ευρύτερης Μέσης Ανατολής και η Τουρκία, Αθήνα: Λιβάνης, 2008, 16.
[14] Βλ. Θ. Λιανός & Π. Παπακωνσταντίνου, Σύγχρονη μετανάστευση στην Ελλάδα: Οικονομική διερεύνηση, Αθήνα: ΚΕΠΕ, 2003, 45-6.
[15] Για μία οξυδερκή επισκόπηση της τακτικής αυτής βλ. Ch. Joppke, Selecting by Origin: Ethnic Migration in the Liberal State, Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 2005. Ένα κράτος είναι δυνατόν να ασκεί ευμενέστερη πολιτική έναντι ορισμένων κατηγοριών αλλοδαπών, με τους οποίους διατηρεί ιδιαίτερους ιστορικούς και πολιτισμικούς δεσμούς, σε σχέση με τους υπόλοιπους αλλοδαπούς. Βλ. λ.χ. Γ. Κατρούγκαλος, ‘Τα κοινωνικά δικαιώματα των παράνομων αλλοδαπών’, στο Γ. Αμίτσης & Γ. Λαζαρίδη (επιμ.), Νομικές και κοινωνικοπολιτικές διαστάσεις της μετανάστευσης στην Ελλάδα, Αθήνα: Παπαζήσης, 2001, 79.
[16] Βλ. W.L. Warner & L. Srole, The Social Systems of American Ethnic Groups, New Haven: Yale University Press, 1945, 288-292. Πβ. επίσης τις συναφείς θέσεις του Robert Park, Race and Culture, Glencoe, IL: The Free Press, 1950, 353.
Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΩΤΟΥΛΑΣ είναι ιστορικός, Δρ. Φ., ιδρυτικό μέλος του Επιστημονικού Ινστιτούτου Γεωπολιτικών Μελετών και Αναλύσεων, συγγραφέας των μελετών «Μετανάστευση και Κυρίαρχη Εθνική Κουλτούρα: Θρησκεία-πολιτική-πολυπολιτισμικότητα» (Παπαζήσης 2011) και «Πρότυπα μεταναστευτικής πολιτικής» (Παπαζήσης 2012).

Δεν υπάρχουν σχόλια: