Σελίδες

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2013

Ο αναπόφευκτος άξονας Ισραήλ – Κύπρου – Ελλάδας Πώς η Τουρκία λειτουργεί ως ενισχυτικός παράγοντας της συμμαχίας των τριών χωρών

Η Τουρκία έχει κάμει την στρατηγική επιλογή της. Έχει εγκαταλείψει τον Κεμαλισμό και το κοσμικό κράτος και με μικρά βήματα προχωρεί προς ένα νέο οθωμανισμό. Ανεξαρτήτως δε μερικών δειλών βημάτων προς μια δήθεν πιο ανεξίθρησκη αντιμετώπιση των πολιτών της, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι παραμένει μια άκρως μισαλλόδοξη χώρα, δημιουργώντας φυσιολογική αντίδραση στην περιοχή.

του Γεωργίου Κ. Οικονόμου
Την Παρασκευή 22 Μαρτίου, την τελευταία ημέρα της επίσκεψης του Προέδρου Ομπάμα στο Ισραήλ, ο πρωθυπουργός του Ισραήλ, Βενιαμίν Νετανιάχου, εξέφρασε τη λύπη του δημοσίως προς τον Τούρκο πρωθυπουργό, Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν, για το θάνατο των εννέα Τούρκων που επέβαιναν στο πλοιάριο Mavi Marmara το οποίο επιχείρησε να σπάσει το embargo της Γάζας το 2010. Το επεισόδιο αυτό είχε επιφέρει την ψύχρανση των σχέσεων μεταξύ Ισραήλ και Τουρκίας και υπήρξε η απαρχή της προσέγγισης του Ισραήλ με την Ελλάδα και την Κύπρο. Το επεισόδιο είχαν ακολουθήσει οι πολύ σκληρές και αντικειμενικά άτυχες δηλώσεις του Ερντογάν για τον σιωνισμό τον οποίο παραλλήλισε με το ολοκαύτωμα μέχρι σημείου που αναγκάσθηκε ο υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, Τζον Κέρι, να τις αποδοκιμάσει δημοσίως κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Άγκυρα.
Είναι βέβαιο ότι ο πρόεδρος Ομπάμα πίεσε τον Νετανιάχου να υποχωρήσει στη διαμάχη αυτή εν όψει των εξελίξεων στη Μέση Ανατολή και κυρίως στην Συρία, όπου η Τουρκία έχει
κομβική θέση και ρόλο. Το καθεστώς Άσαντ είναι παραδοσιακά εχθρικό προς το Ισραήλ έχοντας απολέσει σε προηγούμενο πόλεμο τα υψίπεδα Golan και έχοντας συμμαχήσει με τους πιο σκληρούς εχθρούς του Ισραήλ, το Ιράν και τους συμμάχους του καθώς και την Χεσμπολάχ του Λιβάνου. Τόσο ο Ομπάμα όσο και ο Νετανιάχου πιστεύουν ότι η Τουρκία την «επόμενη ημέρα» της αλλαγής του καθεστώτος στη Συρία θα μπορέσει να ελέγξει το νέο καθεστώς. Ενδεχομένως να έχουν δίκιο στην εκτίμηση αυτή, αν και αυτό είναι αμφίβολο εν όψει του γεγονότος ότι δυνάμεις προσκείμενες στην αλ Κάιντα είναι πολύ πιθανόν ότι θα επικρατήσουν.
Σε άλλο επίπεδο όμως, και ανεξαρτήτως των προβλέψεων ως προς την μελλοντική πορεία της Συρίας, είναι εξεταστέα η ειλικρίνεια και η τήρηση των τυχόν συμφωνηθέντων από την Τουρκία. Είναι η Τουρκία ένας αξιόπιστος/υπεύθυνος σύμμαχος; Μπορεί το Ισραήλ να εμπιστεύεται την Τουρκία; Το ερώτημα είναι καίριας σημασίας γιατί από την απάντηση εξαρτάται, κατά τη γνώμη μας, η μελλοντική τους σχέση και όχι μόνο.
Από την όλη διαδρομή των Νεότουρκων, αλλά και από την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η πολιτική της Τουρκίας συνοψίζεται στην πολύ πετυχημένη έκφραση του Frank Weber: «ο επιτήδειος ουδέτερος».
Για να ανατρέξουμε στο πρόσφατο παρελθόν, η Τουρκία ζήτησε πολλά δισεκατομμύρια δολάρια για να επιτρέψει στις Ηνωμένες Πολιτείες να χρησιμοποιήσουν τις αεροπορικές βάσεις του εδάφους της για την επίθεση στο Ιράκ, πράγμα το οποίο δυσχέρανε υπέρμετρα τα σχέδια των ΗΠΑ. Για πρώτη φορά οι ΗΠΑ άρχισαν τότε να έχουν αμφιβολίες για την «φιλία» της Τουρκίας. Τότε άρχισε η υποστήριξη του Κουρδιστάν και δειλά-δειλά η συζήτηση για δημιουργία κουρδικού κράτους, αρχικά στο Ιράκ αλλά και ως πυρήνα για την μελλοντική ενσωμάτωση του τουρκικού Κουρδιστάν και των άλλων όμορων περιοχών που κατοικούνται από Κούρδους και σήμερα αποτελούν εδάφη του Ιράν και της Συρίας.
Ενώ είχε ανοίξει ένα παράθυρο ευκαιρίας για την Ελλάδα, φαίνεται ότι αφ’ ενός η χώρα μας δεν το εκμεταλλεύτηκε σωστά και αφ’ ετέρου οι εξελίξεις στην περιοχή ήσαν τέτοιες που εξανάγκασαν τις ΗΠΑ να επαναπροσεγγίσουν την Τουρκία. Σ’ αυτό βεβαίως «βοήθησαν» και οι ραγδαίες εξελίξεις στην Μέση Ανατολή, όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες πιστεύουν ότι η Τουρκία είναι προνομιακός ομιλητής εκ του λόγου ότι είναι ένα μουσουλμανικό κράτος, ήπιας μορφής (προς το παρόν τουλάχιστον), που μπορεί να ωθήσει την περιοχή προς μια πιο μετριοπαθή πολιτική αντιμετώπιση της Δύσης και κυρίως του Ισραήλ.
Είναι φανερό ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες επιθυμούν να απεμπλακούν κατά το δυνατόν από την Μέση Ανατολή και απόδειξη αποτελεί ότι δεν έπαιξαν σχεδόν κανένα ρόλο στις πρόσφατες αλλαγές. Κοιτάζουν απλώς να διαχειριστούν μια κατάσταση που έχει ξεφύγει από τον έλεγχό τους, για την οποία και τήρησαν ουδέτερη στάση˙ αφ’ ενός δεν βοήθησαν τα υφιστάμενα φιλικά καθεστώτα και αφ’ ετέρου άφησαν την κατάσταση να εκτροχιασθεί, με αποτέλεσμα οι χώρες αυτές να ελέγχονται σήμερα από την Μουσουλμανική Αδελφότητα ή τους συμμάχους της. Είναι βέβαιο ότι προϊόντος του χρόνου τα καθεστώτα αυτά θα καθίστανται πιο αυταρχικά και σκληροπυρηνικά με αποτέλεσμα οι χριστιανοί κάτοικοι να αναγκασθούν να μεταναστεύσουν, όπως συνέβη στο Ιράκ το οποίο εγκατέλειψαν πέραν του ενός εκατομμυρίου μετά τον πρόσφατο πόλεμο. Η Τουρκία επιδιώκει να αντικαταστήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες στην περιοχή. Το μαρτυρούν τα ταξίδια του Ερντογάν στην Αίγυπτο και τις άλλες μουσουλμανικές χώρες.
Η Ελλάδα και η Κύπρος ανέκαθεν υπήρξαν φίλοι των Αράβων. Η Κύπρος, από την εποχή του Μακαρίου και του Νάσσερ, ήταν από τους πρωτοπόρους του κινήματος των Αδεσμεύτων και πάντοτε η Αίγυπτος την υποστήριζε στη διεκδίκηση της ανεξαρτησίας και της αυτοδιάθεσης. Αλλά και η Ελλάδα πάντοτε υποστήριζε τους Άραβες στη διεκδίκηση των δικαίων του Παλαιστινιακού λαού. Ένα μεγάλο κομμάτι των Παλαιστινίων ήσαν χριστιανοί ορθόδοξοι και παραδοσιακά αποδέχονταν την ελληνικότητα του Πατριαρχείου.
Γενικά ο αραβικός κόσμος και το πολιτικό όργανό τους, ο Αραβικός Σύνδεσμος, υποστήριζε τα δίκαια της Κύπρου και μέχρι τώρα αρνείται να αναγνωρίσει την Βόρεια Κύπρο ως ανεξάρτητο κράτος. Έχει, όμως, ήδη αρχίσει η διολίσθηση. Από τότε που ανέλαβε τη Γενική Γραμματεία του Οργανισμού Ισλαμικής Διάσκεψης η Τουρκία, η Βόρεια Κύπρος έχει γίνει δεκτή ως Παρατηρητής (χωρίς, όμως, δικαίωμα ψήφου) και λαμβάνει μέρος σε όλες τις συνεδριάσεις. Είναι βέβαιο ότι τώρα με τα προβλήματα της Κύπρου και δευτερευόντως της Ελλάδας, εφ’ όσον δεν υπάρξει πρόοδος στα σχέδια της Τουρκίας για την Κύπρο, είναι θέμα χρόνου η αναγνώριση του κρατιδίου ως πλήρους μέλους του Οργανισμού και ως ανεξάρτητου κράτους από τα μέλη του Οργανισμού, όπως έχουν διαμορφωθεί σήμερα οι συγκυρίες.
Οι δεσμοί της Ελλάδος και της Κύπρου με τις αραβικές χώρες λόγω συγκυρίας αποδυναμώνονται. Οι Έλληνες, μαζί με τους άλλους χριστιανούς, αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα αραβικά εδάφη. Η φυγή άρχισε από πολύ παλιά, αλλά τώρα θα εντείνεται όλο και περισσότερο λόγω της ισλαμοποίησης των καθεστώτων και κατ’ ακολουθίαν της αύξησης τους συντηρητισμού της μεγάλης πλειονότητας των κατοίκων των κρατών αυτών.
Ήδη η Αίγυπτος αναιρεί την κατ’ αρχήν συμφωνία με την Ελλάδα για την οριοθέτηση της ΑΟΖ, επικαλούμενη την αντίθεση της Τουρκίας. Το Πατριαρχείο στην Παλαιστίνη είναι αμφίβολο αν μπορεί να διατηρηθεί ελληνικό ή αν θα ακολουθήσει το παράδειγμα του Πατριαρχείου της Αντιοχείας.
Είναι φανερό ότι η Τουρκία, με το να προτάσσει το μουσουλμανικό της πρόσωπο, αποκτά ερείσματα στον αραβικό κόσμο ο οποίος ολισθαίνει όλο και πιο πολύ στον φονταμενταλισμό. Τα ηγεμονικά καθεστώτα των κρατιδίων του Περσικού για να διατηρηθούν πρέπει να εμφανίζονται ως άκρως συντηρητικά εφ’ όσον το Ισλάμ εξ’ ορισμού δεν συμβαδίζει με την δημοκρατία˙ κράτη δε όπως η Αίγυπτος και η Τυνησία πρέπει να προσφέρουν στους πολίτες τους όλο και μεγαλύτερες δόσεις θρησκευτικού φανατισμού και μισαλλοδοξίας ως αντιστάθμισμα της χειροτέρευσης της οικονομικής τους κατάστασης που ενδέχεται να μην είναι πλέον αναστρέψιμη.
Η Τουρκία σωστά βλέπει τον εαυτό της ως μία περιφερειακή δύναμη, η οποία την τελευταία δεκαετία έκαμε τεράστια άλματα προόδου. Εγκατέλειψε την κληρονομιά του Κεμάλ Ατατούρκ ότι η Τουρκία πρέπει να γίνει κοσμικό κράτος και ότι προέχει η πρόσδεσή της στην Ευρώπη. Ο Ερντογάν, είτε λόγω ευφυΐας είτε από συγκυρία, ορθώς εστράφη προς το Ισλάμ και κτίζει δεσμούς με τα νέα καθεστώτα της περιοχής. Όσο και αν η Τουρκία, ως κατακτητής αραβικών εδαφών μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, ήταν μισητή σ’ αυτά, σήμερα η νέα γενιά των Αράβων τη βλέπει ως μια μουσουλμανική χώρα που «στέκεται» ως ίση στη Δύση και είναι έτοιμη να τους συνδράμει. Εν ολίγοις, βλέπουν ένα μοντέλο διακυβέρνησης και ανάπτυξης που τους ταιριάζει, χωρίς να είναι αναγκασμένοι να δεχθούν και να εφαρμόσουν δυτικά πρότυπα που είναι ξένα στις χώρες τους.
Για να δείξει το «καλό» της πρόσωπο, η Τουρκία προσπαθεί, για πολλοστή φορά, να «τα βρει» με τους Κούρδους της Τουρκίας. Για τον σκοπό αυτό έχει «επιστρατευθεί» και ο Οτσαλάν, ο οποίος από το κελί της φυλακής του εξέδωσε «ιστορική διακήρυξη», με την οποία συνιστά την κατάληξη – επιβεβαίωση της συμφωνίας για κατάπαυση του πυρός. Η διακήρυξη αναγνώστηκε ενώπιον εκατοντάδων χιλιάδων διαδηλωτών στο Ντιγιαρμπακίρ. Είναι ενδεικτικό, όμως, της αληθινής διάθεσης του Ερντογάν ότι σε σχόλιά του χαρακτήρισε «προκλητική ενέργεια» την απουσία τουρκικών σημαιών στη συγκέντρωση. Η παρατήρηση αυτή παραπέμπει σε προηγούμενες αποτυχημένες προσπάθειες να δοθεί τέλος στην σύγκρουση. Αν κρατήσει η εκεχειρία, ο Ερντογάν με την στήριξη του κουρδικού κόμματος BDP, που κατέχει 36 έδρες στη Βουλή, θα μπορέσει να εξασφαλίσει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την αναθεώρηση του Τουρκικού Συντάγματος έτσι ώστε η Προεδρία στην οποία προσβλέπει να αποκτήσει πλήρεις εκτελεστικές αρμοδιότητες και όχι απλώς ρυθμιστικές όπως σήμερα. Σιγά αλλά σταθερά το σχέδιο του Ερντογάν να συγκεντρώσει τις εξουσίες στα χέρια του υλοποιείται. Αν επικρατήσει η ομαλοποίηση των σχέσεων με τους Κούρδους, το πιθανότερο είναι η Τουρκία να εμφανίζει όλο και μεγαλύτερη αδιαλλαξία και υπεροψία και να απαιτεί όλο και μεγαλύτερο ρόλο στα περιφερειακά και παγκόσμια δρώμενα.
Στην ανάλυση αυτή δεν πρέπει να μας διαφεύγει και ο παράγων Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες εγκαταλείπουν μεν την Μέση Ανατολή λόγω ανάγκης, αλλά ελπίζουν ότι η «σύμμαχος» Τουρκία θα καλύψει μέρος του κενού για να αποφευχθεί η ολοκληρωτική αποξένωση της περιοχής από τη Δύση. Όμως, είναι βέβαιο ότι η Τουρκία, μόλις νοιώσει αρκετά δυνατή, θα εκμεταλλευτεί την κατάσταση για τον εαυτό της χωρίς να ενδιαφέρεται για συμμάχους ή για τη Δύση. Ακόμη και η επιθυμία της να γίνει μέλος της ΕΕ δεν είναι τίποτε άλλο από την κεκτημένη ταχύτητα του κεμαλισμού να καταστεί επιτέλους ευρωπαϊκό κράτος και ίσως ορμάται από το παλιό όνειρό της να κατακτήσει την Ευρώπη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, αν η Τουρκία γίνει πλήρες μέλος της ΕΕ, θα δημιουργήσει τεράστια προβλήματα αρχικώς και στη συνέχεια θα προσπαθήσει να την ποδηγετήσει.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι δεσμευμένες στην υπεράσπιση και τη διατήρηση του Ισραήλ. Κανένας πρόεδρος των ΗΠΑ δεν είναι δυνατό να αποστεί από αυτή την υποχρέωση. Σήμερα, εν όψει των γεωπολιτικών ανακατατάξεων και προϊούσης της αδυναμίας των Ην. Πολιτειών να ελέγξει από μόνη της την κατάσταση στην περιοχή, ελπίζει στη συνδρομή και τη βοήθεια της Τουρκίας. Για το λόγο αυτό πίεσε τον Νετανιάχου να απολογηθεί στην Τουρκία, ούτως ώστε να υπάρξει επαναπροσέγγιση μεταξύ των δύο χωρών.
Είναι, πάντως, απορίας άξιον πώς το Ισραήλ δέχθηκε την ταπείνωση αυτή, ενώ είναι γνωστό ότι η αποστολή του Μαβί Μαρμαρά ήταν με τέτοιο τρόπο οργανωμένη ώστε να αναγκαστεί το Ισραήλ να κτυπήσει. Δεν είναι τυχαίο πως οι μόνοι επιβάτες του πλοιαρίου που σκοτώθηκαν από τους Ισραηλινούς κομάντος ήσαν Τούρκοι. Ο Ερντογάν απεδέχθη την μετάνοια «εξ ονόματος του τουρκικού λαού» θριαμβολογώντας, αλλά το θέμα δεν έχει λήξει διότι όπως έγινε γνωστό, το μεν Ισραήλ προσφέρει ως αποζημίωση στην κάθε οικογένεια των θυμάτων 100.000 δολάρια, η δε Τουρκία απαιτεί 1.000.000 δολάρια ανά οικογένεια. Είναι δε φανερό ότι η Τουρκία δεν είναι διατεθειμένη να εγκαταλείψει την φιλοαραβική πολιτική της χάριν του Ισραήλ. Αυτό θα σήμαινε μια τεράστια μετατόπιση της φιλομουσουλμανικής πολιτικής της, πράγμα το οποίο, υπό τις σημερινές συγκυρίες, η παρούσα τουρκική κυβέρνηση δεν είναι δυνατό να το επιχειρήσει. Βεβαίως θα προσπαθήσει να ωθήσει το Ισραήλ προς μια πιο μετριοπαθή πολιτική έναντι των Παλαιστινίων, αλλά δεν πρόκειται να κάνει υποχωρήσεις έναντι των αραβικών κρατών για το Ισραήλ.
Το Ισραήλ πάντως ελπίζει ενδεχομένως ότι η Τουρκία θα επηρεάσει την Αίγυπτο ούτως ώστε να διασωθεί η μεταξύ τους συνθήκη, κάτι που είναι πολύ βασικό για το Ισραήλ. Από την πλευρά της η Τουρκία θα πιέσει όπως το Ισραήλ υποστηρίξει τη διακίνηση των υδρογονανθράκων δι’ αγωγού μέσω Τουρκίας αντί της δημιουργίας τερματικού στην Κύπρο ή μεταφοράς του υγροποιημένου αερίου (LNG) δια πλοίων. Μια τέτοια εξέλιξη θα καταστήσει την Τουρκία σχεδόν μονοπωλιακό κόμβο στη διακίνηση υδρογονανθράκων προς τη νότια Ευρώπη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Πάντως, δεν προκύπτει ότι ένας αγωγός προς την Τουρκία είναι η πιο συμφέρουσα λύση, ανεξαρτήτως του ότι θα δέσμευε στρατηγικά το Ισραήλ με ένα κράτος, οι αντιδράσεις και τα σχέδια του οποίου σε βάθος χρόνου δεν μπορούν να προβλεφθούν. Σε αντίθεση με τη λύση του αγωγού, το υγροποιημένο αέριο (LNG) προσφέρει απείρως μεγαλύτερη ανεξαρτησία κινήσεων.
Αν το Ισραήλ αποδεχθεί τη διακίνηση μέσω Τουρκίας, θα είναι στρατηγικό λάθος, γιατί θα καταστεί όμηρος της Τουρκίας. Αν προχωρήσει με την Κύπρο και την Ελλάδα, θα είναι ο δεσπόζων συνέταιρος. Το χρηματικό κόστος βέβαια θα είναι ίσως μεγαλύτερο, αλλά θα πρόκειται για στρατηγική επένδυση.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Τουρκία έχει κάμει την στρατηγική επιλογή της. Έχει εγκαταλείψει τον Κεμαλισμό και το κοσμικό κράτος και με μικρά βήματα προχωρεί προς ένα νέο οθωμανισμό. Ανεξαρτήτως δε μερικών δειλών βημάτων προς μια δήθεν πιο ανεξίθρησκη αντιμετώπιση των πολιτών της, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι παραμένει μια άκρως μισαλλόδοξη χώρα όπου οι μη μουσουλμάνοι είναι πολίτες δευτέρας κατηγορίας. Αρκεί να θυμηθεί κανείς την κοροϊδία που αναμασούν οι Τουρκικές κυβερνήσεις ότι επίκειται το άνοιγμα της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, που σύμφωνα με το άρθρο 40 της Συνθήκης της Λοζάνης (προνοεί για το δικαίωμα των μη μουσουλμάνων Τούρκων υπηκόων να έχουν, μεταξύ άλλων, δικά τους εκπαιδευτήρια) έπρεπε να μην έχει παύσει ούτε στιγμή να λειτουργεί. Η τελευταία εκδοχή είναι ότι η Τουρκία θα επιτρέψει τη λειτουργία της αφού κτιστεί το τζαμί στην Αθήνα και αφού δεχθεί η Ελλάδα να γίνεται ο διορισμός των Ιμάμηδων από τους μουσουλμάνους και όχι από το κράτος!
Αλλά ας στραφούμε τώρα στο Ισραήλ: Ένα μικρό κράτος μερικών εκατομμυρίων κατοίκων είναι στη μέση μιας θάλασσας από μουσουλμανικές χώρες, οι οποίες θέλουν την καταστροφή του, είτε φανερά είτε κεκαλυμμένα.
Το μακροπρόθεσμο συμφέρον του Ισραήλ είναι η ενδυνάμωση των σχέσεων με την Κύπρο και την Ελλάδα με ό, τι αυτό συνεπάγεται. Αφ’ ενός λόγω της δεσπόζουσας θέσης την οποία θα έχει σε μία τέτοια σχέση και αφ’ ετέρου λόγω της πρόσδεσης με την Ε.Ε. Εάν μάλιστα κατορθωθεί να συνδυασθεί η εξόρυξη των υδρογονανθράκων των τριών χωρών καθώς και η κοινή μεταφορά τους στην Ε.Ε., τότε η θέση και η ισχύς εκάστου κράτους αναβαθμίζεται και πολλαπλασιάζεται.
Το Ισραήλ είναι ένα σκεπτόμενο κράτος που ξέρει πολύ καλά το συμφέρον του. Δεν είναι δυνατό να μην αντιλαμβάνεται το παιχνίδι της Τουρκίας στην περιοχή και ότι οποιαδήποτε ταύτιση της πολιτικής του με την Τουρκία είναι εναντίον των καλώς νοούμενων συμφερόντων του. Συμφέρει το Ισραήλ η αποδυνάμωση της Τουρκίας, η πιθανή ανεξαρτητοποίηση και ενδυνάμωση του Κουρδιστάν και η στενότερη συμμαχία με την Ελλάδα και την Κύπρο. Από στρατηγικής άποψης το Ισραήλ δεν είναι ρεαλιστικό στο εξής να εμπιστεύεται πλήρως την Τουρκία. Η δυσπιστία είναι βαθιά.
Ενδείκνυται για την Ελλάδα και την Κύπρο η διατήρηση των φιλικών τους σχέσεων με τις αραβικές χώρες, σχέσεις οι οποίες ανάγονται στα βάθη της ιστορίας, όμως είναι ανάγκη να οικοδομήσουν μία νέα συνεργασία με το Ισραήλ προς αμοιβαίο όφελος. Το Ισραήλ, η Ελλάδα και η Κύπρος, είναι οι μόνες μη μουσουλμανικές χώρες στην περιοχή. Και κακά τα ψέματα. Όπως έγραψε ο Σάμιουελ Χάντιγκτον, εισήλθαμε στην εποχή της Σύγκρουσης των Πολιτισμών.

Δεν υπάρχουν σχόλια: