Γράφει
ο Αντώνης Πανούτσος
«Ήταν το βράδυ της 1ης Ιουλίου του 2004. Στην ΕΡΤ κάναμε το «Πάμε Euro» με τον Αντώνη Καρπετόπουλο. Στην παράταση ο Τραϊανός Δέλλας είχε σκοράρει στέλνοντας την Ελλάδα στον τελικό. Τα στιγμιότυπα από το ματς έπρεπε να μονταριστούν και σε 20 λεπτά από το γκολ να έχουμε βγει αέρα για τη σύνδεση με την Πορτογαλία. Περίμενα στο κοντρόλ όταν
ο Κάρπετ ήρθε από το μοντάζ. «Δεν προλαβαίνουμε. Από τους τρεις μοντέρ έχει μείνει ο ένας». «Γιατί;». «Ο ένας από τους τρεις είπε ότι είναι μόνιμος, δεν είναι υποχρεωμένος να κάνει υπερωρίες και σχολάει στις 11, ο δεύτερος ότι είναι συμβασιούχος και δεν πληρώνεται τις υπερωρίες και έμεινε μόνο ο τρίτος». «Καλά, αν δεν είναι μόνιμος και δεν είναι συμβασιούχος αυτός τι είναι;».
Είχα όρεξη και για πλάκα, αλλά ο Κάρπετ δεν είχε. «Δεν ξέρω τι είναι αλλά με έναν δεν βγαίνει το μοντάζ. Υπάρχει ένας ακόμα, που είναι ο μοντέρ βάρδιας. Αλλά θα πρέπει να πάρεις τηλέφωνο τον πρόεδρο». Ο «πρόεδρος» ήταν ο Άγγελος Στάγκος, που το 2004 ήταν ο επικεφαλής της κρατικής τηλεόρασης. «Πρέπει να τον πάρεις γιατί, όπως λέει, πρέπει να του πάμε το υλικό στον όροφο όπου κάνει βάρδια και η σύμβαση δεν τον υποχρεώνει να κατέβει στο μοντάζ». Πήρα τον πρόεδρο, που πήρε τον μοντέρ βάρδιας, που του έκανε το χατίρι. Μπήκε στο ασανσέρ, κατέβηκε τους δύο ορόφους, κάναμε το μοντάζ και η εκπομπή βγήκε στον αέρα. Το πρόβλημα ήταν ότι ο μοντέρ βάρδιας βαριότανε; Όχι. Το ζητούμενο ήταν να φανεί ποιος κάνει κουμάντο στο μαγαζί, το «Άμα θέλω, δεν το κάνω και αν το κάνω, χάρη σας κάνω».
Και δεν ήταν μόνο ο μοντέρ βάρδιας. Ήταν ο ψυκτικός που για να ανάψει το κλιματιστικό του στούντιο έπρεπε να ανεβάσει τον διακόπτη, αλλά μετά τις 11 έφευγε και κανένας δεν είχε δικαίωμα να τον πειράξει, ήταν οι διάδρομοι των χαμένων παρουσιαστών όπου έβλεπες πρόσωπα που η τελευταία τους εκπομπή ήταν το ’89 να περιφέρονται σαν φαντάσματα, ήταν οι ρουφιανιές όχι επειδή μισούσε ο ένας τον άλλον αλλά επειδή δεν είχε δουλειά και κάτι έπρεπε να κάνει να περάσει η ώρα. Φυσικά δεν ήταν όλοι έτσι. Υπήρχαν και εργαζόμενοι με επαγγελματικό εγωισμό. Ενας αθλητικός συντάκτης επειδή του είπαν ότι τον έβαλε ο πατέρας του που ήταν τεχνικός παραιτήθηκε και βγήκε στα ιδιωτικά κανάλια, όπου απέδειξε ότι μπορεί να κάνει καριέρα. Ο οργανισμός όμως ήταν βαθύ Δημόσιο. Κανένας δεν μπόρεσε να τον αλλάξει. Και αν υπήρχαν πρόεδροι και διευθυντές που προσπάθησαν, τους κατάπιε η κινούμενη άμμος της Μεσογείων.
Τίποτα στην Ελλάδα δεν μπορεί να γίνει με συζητήσεις και οι συζητήσεις υπάρχουν για να μη γίνεται τίποτα. Αν μπορεί η κυβέρνηση να αλλάξει ακόμα και το κτίριο για να φανεί ότι γίνεται μια νέα αρχή, ας το κάνει. Η Ελλάδα πρέπει να έχει δημόσια τηλεόραση. Όχι όμως τηλεόραση του Δημοσίου».
ο Αντώνης Πανούτσος
«Ήταν το βράδυ της 1ης Ιουλίου του 2004. Στην ΕΡΤ κάναμε το «Πάμε Euro» με τον Αντώνη Καρπετόπουλο. Στην παράταση ο Τραϊανός Δέλλας είχε σκοράρει στέλνοντας την Ελλάδα στον τελικό. Τα στιγμιότυπα από το ματς έπρεπε να μονταριστούν και σε 20 λεπτά από το γκολ να έχουμε βγει αέρα για τη σύνδεση με την Πορτογαλία. Περίμενα στο κοντρόλ όταν
ο Κάρπετ ήρθε από το μοντάζ. «Δεν προλαβαίνουμε. Από τους τρεις μοντέρ έχει μείνει ο ένας». «Γιατί;». «Ο ένας από τους τρεις είπε ότι είναι μόνιμος, δεν είναι υποχρεωμένος να κάνει υπερωρίες και σχολάει στις 11, ο δεύτερος ότι είναι συμβασιούχος και δεν πληρώνεται τις υπερωρίες και έμεινε μόνο ο τρίτος». «Καλά, αν δεν είναι μόνιμος και δεν είναι συμβασιούχος αυτός τι είναι;».
Είχα όρεξη και για πλάκα, αλλά ο Κάρπετ δεν είχε. «Δεν ξέρω τι είναι αλλά με έναν δεν βγαίνει το μοντάζ. Υπάρχει ένας ακόμα, που είναι ο μοντέρ βάρδιας. Αλλά θα πρέπει να πάρεις τηλέφωνο τον πρόεδρο». Ο «πρόεδρος» ήταν ο Άγγελος Στάγκος, που το 2004 ήταν ο επικεφαλής της κρατικής τηλεόρασης. «Πρέπει να τον πάρεις γιατί, όπως λέει, πρέπει να του πάμε το υλικό στον όροφο όπου κάνει βάρδια και η σύμβαση δεν τον υποχρεώνει να κατέβει στο μοντάζ». Πήρα τον πρόεδρο, που πήρε τον μοντέρ βάρδιας, που του έκανε το χατίρι. Μπήκε στο ασανσέρ, κατέβηκε τους δύο ορόφους, κάναμε το μοντάζ και η εκπομπή βγήκε στον αέρα. Το πρόβλημα ήταν ότι ο μοντέρ βάρδιας βαριότανε; Όχι. Το ζητούμενο ήταν να φανεί ποιος κάνει κουμάντο στο μαγαζί, το «Άμα θέλω, δεν το κάνω και αν το κάνω, χάρη σας κάνω».
Και δεν ήταν μόνο ο μοντέρ βάρδιας. Ήταν ο ψυκτικός που για να ανάψει το κλιματιστικό του στούντιο έπρεπε να ανεβάσει τον διακόπτη, αλλά μετά τις 11 έφευγε και κανένας δεν είχε δικαίωμα να τον πειράξει, ήταν οι διάδρομοι των χαμένων παρουσιαστών όπου έβλεπες πρόσωπα που η τελευταία τους εκπομπή ήταν το ’89 να περιφέρονται σαν φαντάσματα, ήταν οι ρουφιανιές όχι επειδή μισούσε ο ένας τον άλλον αλλά επειδή δεν είχε δουλειά και κάτι έπρεπε να κάνει να περάσει η ώρα. Φυσικά δεν ήταν όλοι έτσι. Υπήρχαν και εργαζόμενοι με επαγγελματικό εγωισμό. Ενας αθλητικός συντάκτης επειδή του είπαν ότι τον έβαλε ο πατέρας του που ήταν τεχνικός παραιτήθηκε και βγήκε στα ιδιωτικά κανάλια, όπου απέδειξε ότι μπορεί να κάνει καριέρα. Ο οργανισμός όμως ήταν βαθύ Δημόσιο. Κανένας δεν μπόρεσε να τον αλλάξει. Και αν υπήρχαν πρόεδροι και διευθυντές που προσπάθησαν, τους κατάπιε η κινούμενη άμμος της Μεσογείων.
Τίποτα στην Ελλάδα δεν μπορεί να γίνει με συζητήσεις και οι συζητήσεις υπάρχουν για να μη γίνεται τίποτα. Αν μπορεί η κυβέρνηση να αλλάξει ακόμα και το κτίριο για να φανεί ότι γίνεται μια νέα αρχή, ας το κάνει. Η Ελλάδα πρέπει να έχει δημόσια τηλεόραση. Όχι όμως τηλεόραση του Δημοσίου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου