Ο ιδιότυπος ακτιβισμός του κ. Καμίνη
Οι τοποθετήσεις του Καμίνη ως Συνηγόρου του Πολίτη πολλές φορές χαρακτηρίζονταν από μία ιδιότυπη αίσθηση νομικού ακτιβισμού, καταδεικνύοντας μία στρατευμένη ιδεολογική τοποθέτηση. Θέσεις αυτού του τύπου, χαρακτηριστικές μίας ακραίας ιδεολογικής προσέγγισης, ερχόντουσαν σε αντθεση με τα καθήκοντα του. Οι παρεμβάσεις αυτές ήταν συχνές.
Το 2008 επί κυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας ο Καμίνης γνωμοδότησε κατά της απομάκρυνσης του παράνομου οικισμού των λαθρομεταναστών στην Πάτρα, ο οποίος είχε προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στους πολίτες.
Η χωρική διάσταση της κρατικής υπόστασης και η εδαφική αναφορά της έννοιας της εθνικής κυριαρχίας δεν αναιρέθηκαν κατ’ ανάγκη από την ανάδυση υπερεθνικών οργανισμών, ιδίως όσον αφορά σε θέματα απόδοσης υπηκοότητας και ελέγχου των μεταναστευτικών ροών προς την επικράτεια ενός κράτους. Η Σύμβαση της Χάγης (1930) κατοχυρώνει το αποκλειστικό δικαίωμα του κράτους ως προς την απονομή και την αφαίρεση της υπηκοότητας.
Η Σύμβαση για το Καθεστώς των Προσφύγων (Convention Relating to the Status of Refugees) του 1951, η οποία διακηρύσσει ότι το δικαίωμα ενός προσώπου να εγκαταλείπει την χώρα του συνιστά καθολικό δικαίωμα, δεν θεμελιώνει αντίστοιχο δικαίωμα εισόδου σε μία άλλη χώρα, καθώς άλλωστε μία τέτοια διάταξη θα συνιστούσε κατάλυση της έννοιας της κρατικής κυριαρχίας.[1]
Η συνάρθρωση της έννοιας της κυριαρχίας και της έννοιας της εδαφικότητας είναι εγγενής και αυτονόητη στο κράτος. Στο Σχέδιο Συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης καθίσταται σαφές ότι το έθνος-κράτος δεν αναιρείται ως ιδεολογική και νομική έννοια, αλλά συνυπάρχει λειτουργικά με την διαμορφούμενη ευρωπαϊκή συνομοσπονδία.[2]
Η έννοια της ιθαγένειας παραμένει αναλλοίωτη στην ουσία της και η απόδοσή της εξακολουθεί να υπάγεται στην κυριαρχική αρμοδιότητα του έθνους-κράτους. Η θέσπιση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας δεν περιορίζει την ταύτιση της εθνικής κυριαρχίας με την ιθαγένεια, καθώς διευκρινίζεται ότι «η ιθαγένεια της Ένωσης προστίθεται στην εθνική ιθαγένεια και δεν την αντικαθιστά».[3]
Σε κάθε περίπτωση η ίδια η έννοια ενός παγκοσμιοποιημένου, διεθνούς δικαίου είναι πλασματική, καθώς σε διεθνές επίπεδο το δίκαιο προκύπτει ως συνέπεια του ρυθμιστικού και διακανονιστικού ανταγωνισμού ανάμεσα στις επιμέρους εθνικές προσεγγίσεις των εθνών-κρατών.[4] Ακόμη και η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (1948) δεν αποτελεί κατ’ ουσίαν διεθνή συμφωνία. Το διεθνές εθιμικό δίκαιο δεν ενέχει κανονιστική ισχύ ούτε στο εσωτερικό του έθνους-κράτους ούτε σε διακρατικό επίπεδο.[5]
Η έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως μίας υπερκρατικής και υπερεθνικής αρχής δεν είναι δυνατόν να προσληφθεί επί τη βάσει μίας αντίληψης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως καθολικοποιημένων δικαιωμάτων της υπηκοότητας, τα οποία θα εκτείνονται σε υπερεθνικό επίπεδο ή θα αναιρούν την έννοια της κυριαρχίας του κράτους ως προς την απόδοση της ιθαγένειας και τον καθορισμό της εισόδου στην εδαφική επικράτεια.[6]
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί ότι ένας συχνά μη αναφερόμενος κίνδυνος για την αρχή της κρατικής κυριαρχίας και της δικαιοδοσίας των κυβερνήσεων επί των αλλοδαπών μεταναστών είναι ο δικαστικός και ευρύτερα νομικός ακτιβισμός.[7] Ένα τμήμα της δικαιοσύνης, συνεπικουρούμενο από νομικούς και ομάδες ακτιβιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή από ομάδες εθνοτικής αναφοράς ήδη εγκατεστημένων σε ορισμένες χώρες μεταναστών, με πρόσχημα την εφαρμογή των κανόνων διεθνούς δικαίου και συχνά υπό την επιρροή ξενοφιλικών ιδεολογημάτων, συντελεί στον περιορισμό της δυνατότητας ελέγχου του έθνους-κράτους επί του μεταναστευτικού αποθέματος.[8] Οι κίνδυνοι του δικαστικού ακτιβισμού περιλαμβάνουν:
α. τον περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας
β. την υπονόμευση του μεσοπρόθεσμου και μακροπρόθεσμου προγραμματισμού μίας συγκροτημένης μεταναστευτικής πολιτικής
γ. την παράβλεψη των εξω-εθνικών δεσμεύσεων των ομάδων πίεσης, οι οποίες διάκεινται ευνοϊκά προς τη μετανάστευση, με προφανείς συνέπειες για τα μεγέθη της εθνικής και της κοινωνιακής ασφάλειας.[9]
[1] Βλ. UNHCR (ed.), Refugee Protection: A Guide to International Refugee Law, New York 2001, 8. Το ίδιο ισχύει και για το άσυλο, η απόδοση του οποίου επαφίεται στην κυριαρχική δικαιοδοσία του κράτους.
[2] Βλ. την προσεκτική αποτίμηση στον R. Cooper, Η διάσπαση των εθνών: Τάξη και χάος στον 21ο αιώνα, μτφρ. Κ. Αμπαζής, Αθήνα: Κέδρος, 2005.
[3] Βλ. Π.Κ. Ιωακειμίδης & Γ. Κασιμάτης (επιμ.), Το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, Αθήνα: Σάκκουλας, 2003, 30.
[4] Βλ. D. Charny, ‘Competition among Jurisdictions in Formulating Corporate Law Rules: An American Perspective on the “Race to the Bottom” in the Europe Communities’, Harvard International Law Journal 32:2 (1991), 423-56∙ J. Trachtman, ‘International Regulatory Competition, Externalization, and Jurisdiction’, Harvard International Law Journal 34:1 (1993), 47-104.
[5] Για μία διαφορετική προσέγγιση βλ. W.M. Reisman, ‘Sovereignity and Human Rights in Contemporary International Law’, American Journal of International Law 84:4 (10/1990), 866-76.
[6] Αυτή είναι η προσέγγιση λ.χ. του Rainer Bauböck, Transnational Citizenship: Membership and Rights in International Migration, Aldershot: Edward Elgar, 1994. Βλ. του ιδίου, ‘Towards a Political Theory of Migrant Transnationalism’, International Migration Review 37:3 (9/2003), 700-723. Βλ. την αντίθετη θέση του Παναγιώτη Κονδύλη στο οξύ δοκίμιό του ‘«Ανθρώπινα δικαιώματα»: εννοιολογική σύγχυση και πολιτική εκμετάλλευση’, στο Π. Κονδύλης, Από τον 20ό στον 21ο αιώνα: Τομές στην πλανητική πολιτική περί το 2000, Αθήνα: Θεμέλιο, 2000² [1998], 61-7.
[7] Βλ. την καταδίκη του δικαστικού ακτιβισμού στο M. Ignatieff, Τα ανθρώπινα δικαιώματα ως πολιτική και ως ειδωλολατρεία, μτφρ. Ε. Αστερίου, Αθήνα: Καστανιώτης, 2004.
[8] Για παραδείγματα ενός τέτοιου δικαστικού ακτιβισμού στις Ηνωμένες Πολιτείες βλ. S. Sassen, Χωρίς έλεγχο;Η εθνική κυριαρχία, η μετανάστευση και η ιδιότητα του πολίτη την εποχή της παγκοσμιοποίησης, μτφρ. Π. Παπανδρέου, Αθήνα: Μεταίχμιο, 2003, 136-8, 179-80, σημ. 7.
[9] Οι φιλομεταναστευτικές οργανώσεις των χωρών υποδοχής των μεταναστευτικών ροών ενίοτε λαμβάνουν οικονομική και πολιτική υποστήριξη από τις αρχές των χωρών προέλευσης των μεταναστευτικών ροών, με σαφείς αρνητικές επιπτώσεις στις διακρατικές σχέσεις των δύο κρατών. Για τις εξω-εθνικές αυτές δεσμεύσεις των φιλομεταναστευτικών οργανώσεων βλ. S. Sassen, Χωρίς έλεγχο;, ό.π., 180, σημ. 8.
Το 2008 επί κυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας ο Καμίνης γνωμοδότησε κατά της απομάκρυνσης του παράνομου οικισμού των λαθρομεταναστών στην Πάτρα, ο οποίος είχε προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στους πολίτες.
Η χωρική διάσταση της κρατικής υπόστασης και η εδαφική αναφορά της έννοιας της εθνικής κυριαρχίας δεν αναιρέθηκαν κατ’ ανάγκη από την ανάδυση υπερεθνικών οργανισμών, ιδίως όσον αφορά σε θέματα απόδοσης υπηκοότητας και ελέγχου των μεταναστευτικών ροών προς την επικράτεια ενός κράτους. Η Σύμβαση της Χάγης (1930) κατοχυρώνει το αποκλειστικό δικαίωμα του κράτους ως προς την απονομή και την αφαίρεση της υπηκοότητας.
Η Σύμβαση για το Καθεστώς των Προσφύγων (Convention Relating to the Status of Refugees) του 1951, η οποία διακηρύσσει ότι το δικαίωμα ενός προσώπου να εγκαταλείπει την χώρα του συνιστά καθολικό δικαίωμα, δεν θεμελιώνει αντίστοιχο δικαίωμα εισόδου σε μία άλλη χώρα, καθώς άλλωστε μία τέτοια διάταξη θα συνιστούσε κατάλυση της έννοιας της κρατικής κυριαρχίας.[1]
Η συνάρθρωση της έννοιας της κυριαρχίας και της έννοιας της εδαφικότητας είναι εγγενής και αυτονόητη στο κράτος. Στο Σχέδιο Συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης καθίσταται σαφές ότι το έθνος-κράτος δεν αναιρείται ως ιδεολογική και νομική έννοια, αλλά συνυπάρχει λειτουργικά με την διαμορφούμενη ευρωπαϊκή συνομοσπονδία.[2]
Η έννοια της ιθαγένειας παραμένει αναλλοίωτη στην ουσία της και η απόδοσή της εξακολουθεί να υπάγεται στην κυριαρχική αρμοδιότητα του έθνους-κράτους. Η θέσπιση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας δεν περιορίζει την ταύτιση της εθνικής κυριαρχίας με την ιθαγένεια, καθώς διευκρινίζεται ότι «η ιθαγένεια της Ένωσης προστίθεται στην εθνική ιθαγένεια και δεν την αντικαθιστά».[3]
Σε κάθε περίπτωση η ίδια η έννοια ενός παγκοσμιοποιημένου, διεθνούς δικαίου είναι πλασματική, καθώς σε διεθνές επίπεδο το δίκαιο προκύπτει ως συνέπεια του ρυθμιστικού και διακανονιστικού ανταγωνισμού ανάμεσα στις επιμέρους εθνικές προσεγγίσεις των εθνών-κρατών.[4] Ακόμη και η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (1948) δεν αποτελεί κατ’ ουσίαν διεθνή συμφωνία. Το διεθνές εθιμικό δίκαιο δεν ενέχει κανονιστική ισχύ ούτε στο εσωτερικό του έθνους-κράτους ούτε σε διακρατικό επίπεδο.[5]
Η έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως μίας υπερκρατικής και υπερεθνικής αρχής δεν είναι δυνατόν να προσληφθεί επί τη βάσει μίας αντίληψης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως καθολικοποιημένων δικαιωμάτων της υπηκοότητας, τα οποία θα εκτείνονται σε υπερεθνικό επίπεδο ή θα αναιρούν την έννοια της κυριαρχίας του κράτους ως προς την απόδοση της ιθαγένειας και τον καθορισμό της εισόδου στην εδαφική επικράτεια.[6]
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί ότι ένας συχνά μη αναφερόμενος κίνδυνος για την αρχή της κρατικής κυριαρχίας και της δικαιοδοσίας των κυβερνήσεων επί των αλλοδαπών μεταναστών είναι ο δικαστικός και ευρύτερα νομικός ακτιβισμός.[7] Ένα τμήμα της δικαιοσύνης, συνεπικουρούμενο από νομικούς και ομάδες ακτιβιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή από ομάδες εθνοτικής αναφοράς ήδη εγκατεστημένων σε ορισμένες χώρες μεταναστών, με πρόσχημα την εφαρμογή των κανόνων διεθνούς δικαίου και συχνά υπό την επιρροή ξενοφιλικών ιδεολογημάτων, συντελεί στον περιορισμό της δυνατότητας ελέγχου του έθνους-κράτους επί του μεταναστευτικού αποθέματος.[8] Οι κίνδυνοι του δικαστικού ακτιβισμού περιλαμβάνουν:
α. τον περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας
β. την υπονόμευση του μεσοπρόθεσμου και μακροπρόθεσμου προγραμματισμού μίας συγκροτημένης μεταναστευτικής πολιτικής
γ. την παράβλεψη των εξω-εθνικών δεσμεύσεων των ομάδων πίεσης, οι οποίες διάκεινται ευνοϊκά προς τη μετανάστευση, με προφανείς συνέπειες για τα μεγέθη της εθνικής και της κοινωνιακής ασφάλειας.[9]
[1] Βλ. UNHCR (ed.), Refugee Protection: A Guide to International Refugee Law, New York 2001, 8. Το ίδιο ισχύει και για το άσυλο, η απόδοση του οποίου επαφίεται στην κυριαρχική δικαιοδοσία του κράτους.
[2] Βλ. την προσεκτική αποτίμηση στον R. Cooper, Η διάσπαση των εθνών: Τάξη και χάος στον 21ο αιώνα, μτφρ. Κ. Αμπαζής, Αθήνα: Κέδρος, 2005.
[3] Βλ. Π.Κ. Ιωακειμίδης & Γ. Κασιμάτης (επιμ.), Το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, Αθήνα: Σάκκουλας, 2003, 30.
[4] Βλ. D. Charny, ‘Competition among Jurisdictions in Formulating Corporate Law Rules: An American Perspective on the “Race to the Bottom” in the Europe Communities’, Harvard International Law Journal 32:2 (1991), 423-56∙ J. Trachtman, ‘International Regulatory Competition, Externalization, and Jurisdiction’, Harvard International Law Journal 34:1 (1993), 47-104.
[5] Για μία διαφορετική προσέγγιση βλ. W.M. Reisman, ‘Sovereignity and Human Rights in Contemporary International Law’, American Journal of International Law 84:4 (10/1990), 866-76.
[6] Αυτή είναι η προσέγγιση λ.χ. του Rainer Bauböck, Transnational Citizenship: Membership and Rights in International Migration, Aldershot: Edward Elgar, 1994. Βλ. του ιδίου, ‘Towards a Political Theory of Migrant Transnationalism’, International Migration Review 37:3 (9/2003), 700-723. Βλ. την αντίθετη θέση του Παναγιώτη Κονδύλη στο οξύ δοκίμιό του ‘«Ανθρώπινα δικαιώματα»: εννοιολογική σύγχυση και πολιτική εκμετάλλευση’, στο Π. Κονδύλης, Από τον 20ό στον 21ο αιώνα: Τομές στην πλανητική πολιτική περί το 2000, Αθήνα: Θεμέλιο, 2000² [1998], 61-7.
[7] Βλ. την καταδίκη του δικαστικού ακτιβισμού στο M. Ignatieff, Τα ανθρώπινα δικαιώματα ως πολιτική και ως ειδωλολατρεία, μτφρ. Ε. Αστερίου, Αθήνα: Καστανιώτης, 2004.
[8] Για παραδείγματα ενός τέτοιου δικαστικού ακτιβισμού στις Ηνωμένες Πολιτείες βλ. S. Sassen, Χωρίς έλεγχο;Η εθνική κυριαρχία, η μετανάστευση και η ιδιότητα του πολίτη την εποχή της παγκοσμιοποίησης, μτφρ. Π. Παπανδρέου, Αθήνα: Μεταίχμιο, 2003, 136-8, 179-80, σημ. 7.
[9] Οι φιλομεταναστευτικές οργανώσεις των χωρών υποδοχής των μεταναστευτικών ροών ενίοτε λαμβάνουν οικονομική και πολιτική υποστήριξη από τις αρχές των χωρών προέλευσης των μεταναστευτικών ροών, με σαφείς αρνητικές επιπτώσεις στις διακρατικές σχέσεις των δύο κρατών. Για τις εξω-εθνικές αυτές δεσμεύσεις των φιλομεταναστευτικών οργανώσεων βλ. S. Sassen, Χωρίς έλεγχο;, ό.π., 180, σημ. 8.
blemilo.blogspot
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου