Σελίδες

Δευτέρα 5 Μαρτίου 2012

Η επανεκλογή του Πούτιν σημαίνει μελλοντικά προβλήματα.

Η επαναπροσέγγιση με τις ΗΠΑ αποτελεί παρελθόν
Andrew C. Kuchins
Όταν πρόκειται για την μελλοντική πολιτική της Ρωσίας, το μόνο σίγουρο είναι η αβεβαιότητα. Ναι, σήμερα ο Βλαντιμίρ Πούτιν θα εκλεγεί πρόεδρος της Ρωσίας για μια εξαετή θητεία, με μια άνετη πλειοψηφία. Ναι, επίσης, τεράστιος αριθμός διαδηλωτών, ίσως περισσότερο από εκατό χιλιάδες, θα βγουν στους δρόμους την επόμενη μέρα για να διαμαρτυρηθούν.
Ωστόσο, τι θα συμβεί μετά από αυτό είναι δύσκολο να το προβλέψει κανείς.
Ο Πούτιν έχει χάσει την ισορροπία του από εξαιτίας της εμφάνισης μιας μεγάλης, κυρίως βασισμένης σε αστικά κέντρα, αντιπολίτευσης που ζητεί πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Αλλά υπάρχει επίσης λόγος να υποπτεύεται κανείς ότι θα προβεί σε αλλαγές στην εξωτερική πολιτική του. Βέβαια, όταν η επιστροφή του στη ρωσική προεδρία είχε ανακοινωθεί τον περασμένο Σεπτέμβριο, οι περισσότερες πιθανότητες καταδείκνυαν μάλλον μια συνέχεια πολιτικής παρά μια αλλαγή [1]. Κατ’ αρχήν, ήταν εύκολο τότε να υποθέσει κανείς ότι ο Πούτιν ενέκρινε την εξωτερική πολιτική του νεότερου συνεργάτη του, του προέδρου Ντμίτρι Μεντβέντεφ. Επιπλέον, φαινόταν τότε ότι οι οικονομικές...
προκλήσεις της Ρωσίας θα κέρδιζαν την προσοχή του Πούτιν για το προβλέψιμο μέλλον. Τέλος, υπήρχαν ισχυρά κίνητρα για τη Ρωσία να βελτιώσει τους δεσμούς της με την Ουάσιγκτον για να πετύχει μια ισορροπία έναντι της αναδυόμενης Κίνας.
Τώρα, όμως, αυτές οι προβλέψεις φαίνονται εξαιρετικά αμφίβολες. Σε πρόσφατο άρθρο του Πούτιν από την προεκλογική του εκστρατεία με τίτλο «Η Ρωσία και ο μεταβαλλόμενος κόσμος [2]», καθιστά σαφές ότι η λεγόμενη επανεκκίνηση στις σχέσεις ΗΠΑ -Ρωσίας έχει τελειώσει και ότι δύσκολες στιγμές βρίσκονται μπροστά μας. Απαντώντας την δική του ερώτηση – «Ποιος υπονομεύει την εμπιστοσύνη;» -ο Πούτιν κατέδειξε τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ, αλλά κυρίως τους Αμερικανούς, οι οποίοι «έχουν εμμονή με την ιδέα του να γίνουν απόλυτα άτρωτοι». Μερικοί μπορούν να εκλάβουν το αντιαμερικανικό ύφος του Πούτιν ως προεκλογική ρητορική, αλλά γίνεται όλο και πιο σαφές ότι η αυθάδης στάση του προς την Ουάσιγκτον αντανακλά ό, τι σκέφτεται πραγματικά για τις Ηνωμένες Πολιτείες και την εξωτερική πολιτική της. Στην πραγματικότητα, ο Πούτιν έχει από καιρό αυτές τις απόψεις.
Σήμερα είναι σαν ο Πούτιν να έχει γυρίσει τις σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας πίσω στο 2007, όταν εκφώνησε την αντιαμερικανική ομιλία του στη διάσκεψη ασφαλείας στο Wehrkunde του Μονάχου. Τότε, ο αντιαμερικανισμός του Πούτιν ήταν θυμωμένος και επιθετικός. Τώρα, όπως είπε ο ρώσος ειδικός επί των διεθνών σχέσεων Fyodor Lukyanov μιλώντας ενώπιον ακροατηρίου στην Ουάσιγκτον νωρίτερα αυτή την εβδομάδα, «ο αντιαμερικανισμός του είναι αμυντικός». Βλέπει προκλήσεις επί της εξωτερικής πολιτικής πίσω από κάθε γωνία, ιδιαίτερα με το φιάσκο του χρέους της Ευρώπης και την άνοδο της Κίνας. Αυτά είναι τα διλήμματα στα οποία έχει ελάχιστο έλεγχο. Όμως, η εσωτερική πολιτική σταθερότητα είναι η κύρια ανησυχία του και ο Πούτιν βλέπει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως μια απειλή για την κυρίαρχη εξουσία του. Ο αντιαμερικανισμός, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, αποτελούσε μια βάση στη ρωσική πολιτική ρητορική από την έναρξη της εποχής Πούτιν, αλλά ποτέ τόσο πολύ.
Η επαναπροσέγγιση μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας είχε ήδη αρχίσει να επιβραδύνεται την περασμένη άνοιξη εξαιτίας της δυτικής στρατιωτικής επέμβασης στη Λιβύη και της κατάρρευσης των συζητήσεων για τη συνεργασία στην πυραυλική άμυνα. Ο Πούτιν ανακοίνωσε την επιστροφή του στην προεδρία στις 24 Σεπτεμβρίου 2011 και στη συνέχεια ο τόνος των ρωσικών δηλώσεων σχετικά με τις διαφορές με την Ουάσιγκτον για τη Συρία, το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα και τα σχέδια πυραυλικής άμυνας, έγινε οξύτερος.
Στη συνέχεια ήρθαν οι βουλευτικές εκλογές του Δεκεμβρίου, μετά τις οποίες δεκάδες χιλιάδες Ρώσοι πολίτες βγήκαν στους δρόμους σε τρεις περιπτώσεις. Ήταν σαν η ρωσική εσωτερική πολιτική να συνετρίβη πάνω στην εξωτερική πολιτική. Σε απάντηση της κριτικής τής υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χίλαρι Κλίντον, ότι αυτές οι εκλογές ήταν «προβληματικές», ο Πούτιν την κατηγόρησε ότι «στέλνει μηνύματα» υποστήριξης της αντιπολίτευσης. Όταν ο νέος πρέσβης των ΗΠΑ στη Ρωσία, Michael McFaul, έφτασε στη Μόσχα, υπέστη δριμείες επιθέσεις από την ρωσική κρατική τηλεόραση για την υποτιθέμενη αποστολή του να υποδαυλίσει την επανάσταση στη Ρωσία. Ακόμα και στις πιο σκοτεινές ημέρες του Ψυχρού Πολέμου, κανείς πρέσβης των ΗΠΑ δεν αντιμετώπισε ποτέ τέτοια σκληρή μεταχείριση κατά την άφιξή του στη Μόσχα. Για να κάνει τα πράγματα χειρότερα, η ρωσική ηγεσία γνωρίζει πολύ καλά ότι ο Μακφόλ είναι ένας πολύ αξιόλογος και έμπιστος σύμβουλος του προέδρου Ομπάμα. Η κακομεταχείρισή του, σε κάποιο βαθμό, αποτελεί προσβολή για τον Αμερικανό πρόεδρο.
Δεν είναι καθόλου νέο φαινόμενο για τον Πούτιν και τους ανθρώπους του να θολώνουν την εγχώρια αντιπολίτευση με συνωμοσίες και τρομοκρατία και στη συνέχεια τα αποδίδουν σε ξένη υποστήριξη (διάβαζε: τις Ηνωμένες Πολιτείες) ως σαν αυτές να είναι ο ένοχος. Αυτό που είναι καινούργιο σήμερα είναι η ανασφάλεια του Πούτιν για το μέλλον της εξουσίας του. Αυτό ήταν εμφανές όταν έγραφε στον «Μεταβαλλόμενο Κόσμο» ότι το Διαδίκτυο πρέπει να παρακολουθείται πιο προσεκτικά ώστε «να μειωθεί ο κίνδυνος να χρησιμοποιηθεί από τρομοκράτες και άλλα εγκληματικά στοιχεία». Έγραψε ότι οι λεγόμενες μέθοδοι ήπιας ισχύος - και πάλι ένα νεύμα στην Ουάσιγκτον – «χρησιμοποιούνται πολύ συχνά για την ανάπτυξη και την πρόκληση ακραίων, αποσχιστικών και εθνικιστικών τάσεων για να χειραγωγήσουν το κοινό και να διεξάγουν άμεση παρέμβαση στην εσωτερική πολιτική των κυρίαρχων χωρών». Και μετά υπάρχει και το χρόνιο πρόβλημα του Πούτιν με τις «ψευδο - ΜΚΟ και άλλους φορείς που προσπαθούν με εξωτερική υποστήριξη να αποσταθεροποιήσουν άλλες χώρες». Είναι φυσικό ότι ο Πούτιν θα έβλεπε το καθοδηγητικό χέρι του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ και των μυστικών υπηρεσιών τους πίσω από την αντιπολίτευση στη χώρα του. Και για να μην ξεχαστεί η εντύπωσή του αυτή, ο γερουσιαστής των ΗΠΑ Τζον Μακ Κέιν τον προειδοποίησε ότι η αραβική άνοιξη ερχόταν προς τη Ρωσία.
Αν οι Αμερικανοί δεν τον θέλουν, ο Πούτιν μπορεί να στραφεί προς την Ασία, και συγκεκριμένα την Κίνα, την οποία επαινεί για «τεράστιες δυνατότητες επιχειρηματικής συνεργασίας - μια ευκαιρία να πιάσουμε τον κινεζικό άνεμο στα πανιά της οικονομίας μας». Η Μόσχα, έγραψε, χαιρετίζει την αυξανόμενη κινεζική παγκόσμια δύναμη «επειδή το Πεκίνο μοιράζεται το όραμά μας για μια αναδυόμενη δίκαιη παγκόσμια τάξη» και «υπάρχει ένα άνευ προηγουμένου υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης μεταξύ των ηγετών των δύο χωρών μας». Όταν ο Πούτιν βλέπει έξω από το παράθυρό του με αμήχανη απογοήτευση τους διαδηλωτές τους οποίους θεωρεί κακομαθημένους και ασύνετους, ξέρει ότι οι φίλοι του στο Πεκίνο θα είναι εκεί για να τον υποστηρίξουν, αν αισθανθεί υποχρεωμένος να λάβει σκληρά μέτρα.
Ο Πούτιν είναι επιφυλακτικός να μην γίνει υποχείριο του Πεκίνου. Η επιθυμία του για ισορροπία στην εξωτερική πολιτική είναι αναμφίβολα ένας λόγος γιατί η Μόσχα προσπάθησε να βελτιώσει τις σχέσεις της με τις Ηνωμένες Πολιτείες πριν από τρία χρόνια. Αλλά αυτό ήταν δυνατό μόνο επειδή ο Μεντβέντεφ ήταν το πρόσωπο της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής - θα ήταν πολύ δύσκολο να διορθώσει τα πράγματα ο Πούτιν. Ναι, η Ουάσιγκτον και η Μόσχα μοιράζονται κοινά συμφέροντα, αλλά η προσωπική σχέση μεταξύ του Ομπάμα και του Μεντβέντεφ ήταν αποφασιστικής σημασίας όταν επρόκειτο για την επίλυση πολιτικών διαφορών, ιδιαίτερα της νέας Συνθήκης START για τον έλεγχο των όπλων και την προσχώρηση της Ρωσίας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Το γεγονός αυτό έρχεται σε αντίθεση με την κοινή αντίληψη ότι ο Μεντβέντεφ ήταν απλά μια βιτρίνα για την εξωτερική πολιτική του Πούτιν.
Σε αυτό το άρθρο περί «Μεταβαλλόμενου Κόσμου», ο Πούτιν επαινεί τη νέα START και κρατά την πόρτα ανοιχτή για τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων αντιπυραυλικής άμυνας. Αλλά είναι πιο εντυπωσιακό το γεγονός ότι ο Πούτιν ποτέ δεν αναφέρεται στην επανεκκίνηση των σχέσεων με τις ΗΠΑ, σαν να μη συνέβη ποτέ. Λαμβάνοντας υπόψη τα λόγια του, ο Πούτιν βάζει τις ΗΠΑ και τη Ρωσία πίσω στην άκρως αμφιλεγόμενη εποχή του 2007 και του 2008, όταν οι διαφωνίες για την Ανατολική Ευρώπη, το Ιράν και την αντιπυραυλική άμυνα αναστάτωσαν τις διμερείς σχέσεις. Σήμερα, η κρίση στη Συρία θα δοκιμάσει περαιτέρω τη σχέση των δύο χωρών και υπάρχει και ένα απρόβλεπτο χαρτί: η ρωσική εσωτερική πολιτική αστάθεια, η οποία θα μπορούσε να επηρεάσει ολόκληρη την τράπουλα. Τα παράπονα που έχει ακόμα ο Πούτιν από την αντιμετώπιση της κυβέρνησης Μπους έχουν προκαλέσει στρέβλωση στην οπτική του και τον έκαναν να έχει μια υπερβολικά ρόδινη άποψη για το Πεκίνο, όταν, στην πραγματικότητα, η αυξανόμενη κινεζική δύναμη και επιρροή είναι πιθανό να ενέχει πολύ μεγαλύτερες προκλήσεις για τη Ρωσία κατά τα προσεχή έτη από οτιδήποτε σχετικό μπορεί να αφορά την Ουάσιγκτον.
Πέρα από την επιβεβαίωση της μοίρας της Ρωσίας να είναι ανεξάρτητη και πραγματικά κυρίαρχη μεγάλη δύναμη, ο Πούτιν δεν διαθέτει μια πραγματική στρατηγική και προτιμά να επαναλαμβάνει τα από μακρού χρόνου παράπονα για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ευτυχώς, προς το παρόν, η στάση του Πούτιν είναι ένας αμυντικός αντιαμερικανισμός και όχι εχθρική αντιαμερικανική εξωτερική πολιτική. Αυτό που είναι βέβαιο, όμως, είναι ότι η επανεκκίνηση των σχέσεων των δύο χωρών έχει τελειώσει και η Ουάσινγκτον θα πρέπει να προετοιμαστεί για μια πολύ πιο αμφιλεγόμενη σχέση με τη Μόσχα. Η προηγούμενη περίοδος θα μπορούσε σύντομα να δείχνει σχετικά ειδυλλιακή.

Δεν υπάρχουν σχόλια: