1. Η οικονομική εξέλιξη 1950-2002
Η ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας μετά το 1950 στηρίχθηκε στο υπόδειγμα της υποκατάστασης των εισαγωγών.
Οι πενιχροί οικονομικοί πόροι, οι καθυστερημένες πολιτικές και κοινωνικές δομές και ιδιαίτερα η λειτουργία ενός κρατικού μηχανισμού περιορισμένης αποτελεσματικότητας, αποτέλεσαν το πλαίσιο της μεταπολεμικής Ελλάδος· αντίστοιχο που δεν διέφερε αισθητά εκείνου των κοινωνιών του αυτού επιπέδου ανάπτυξης (Βαλκανικές χώρες, Λατινική Αμερική, Τουρκία κ.λπ.). Συνεπώς, η έξοδος από τους «φαύλους κύκλους» της πενίας μέσω της χρήσης του ανταγωνιστικού υποδείγματος ανάπτυξης μέσω εξαγωγών φαινόταν σχεδόν αδύνατη.
Η εναλλακτική αυτή λύση σήμαινε υψηλές επενδύσεις σε τεχνολογίες αιχμής, ώστε το προϊόν να είναι ανταγωνίσιμο στη διεθνή αγορά. Αναγκαίες προϋποθέσεις είναι η ύπαρξη καινο- τόμων επιχειρηματιών κατά πρώτο και κατά δεύτερο εκπαιδευμένου η δυνάμενου ευκόλως να καταρτισθεί εργατικού δυναμικού σε...
νέες τεχνολογίες. Στη χώρα έλλειπαν και τα κεφάλαια και η επιχειρηματική δομή. Αναπόφευκτα λοιπόν συστάθηκαν μικρές επιχειρήσεις χαμηλής τεχνολογίας, προστατευ- μένες με δασμούς, στραμμένες στην υποκατάσταση των εισαγωγών.
Μέχρι το 1953 είχαν τεθεί τόσο οι κανόνες (υποτίμηση της δραχμής έναντι του δολαρίου και της λίρας), όσο και το νομικό πλαίσιο για την εισροή ξένου κεφαλαίου. Η Ελλάς, μέχρι την πρώτη πετρελαϊκή κρίση (1973), επέτυχε έναν από τους ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης σε παγκόσμιο επίπεδο με μικρούς κοινωνικούς κραδασμούς.
Η μετανάστευση
Η χρηματοδότηση αυτού του υποδείγματος στηρίχθηκε σημαντικά μέσω της χειροτέρευσης των εσωτερικών όρων εμπορίου (πτώση των τιμών των αγροτικών προϊόντων σε σχέση με εκείνων των μη αγροτικών). Ωστόσο, η εξέλιξη αυτή πραγματοποιήθηκε, διότι προέκυψε ένας μηχανισμός εξωγενής, αρχικά απρόβλεπτος, που εξαφάνισε προσωρινώς (αλλά με βαρύτατες μακροχρόνιες επιπτώσεις, που ηθελημένα αγνοήθηκαν τότε) μεγάλο μέρος των αρνητικών επιδράσεων τής έστω και ημιτελούς ασκηθείσας οικονομικής πολιτικής. Αυτή ήταν η εξωτερική μετανάστευση.
Το προσωρινό αποτέλεσμα ήταν να εξαϋλωθεί η πλεονάζουσα εργατική δύναμη, η οποία δημιουργείτο από τη σύνθλιψη του αγροτικού τομέα. Τοιουτοτρόπως, η χώρα δεν αντιμετώπισε τις τενεκεδουπόλεις και την αθλιότητα των λατινοαμερικανικών και αφρικανικών κ.λπ. κρατών.
Επιπροσθέτως η εξαγωγή εργατικού δυναμικού είχε θετικές εισροές στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αφού, από κοινού με τη ναυτιλία, τα μεταναστευτικά εμβάσματα κάλυψαν τα ελλείμματα του εμπορικού ισοζυγίου, που αποτελεί ουσιώδη ανασταλτικό παράγοντα οικονομικής ανάπτυξης. Συνεπώς, βραχυπροθέσμως και μεσο-προθέσμως οι ρυθμοί μεγέθυνσης, κάτω από παράλληλη περιοριστική νομισματική επέκταση, έδειξαν θεαματικά αποτελέσματα, κρύβοντας όμως τα πραγματικά προβλήματα: χαμηλή παραγωγικότητα στη βιομηχανία, στραμμένη σε υποκατάσταση εισαγωγών και επιβιώνοντας ως δασμοβίωτος, εξαγωγή εργατικής δύναμης κ.λπ.
Από το 1970, όμως, οι ελλείψεις σε εργατικά χέρια ήταν τέτοιες, ώστε ξεκίνησε εισαγωγή φτηνού εργατικού δυναμικού από χώρες κυρίως της Αφρικής. Μεταξύ 1955-1971 η αγροτική έξοδος ξεπέρασε τα 1,6 εκατ. άτομα σε έναν πληθυσμό 8,5 εκατ. κατοίκων, ενώ η «καθαρή» εξωτερική μετανάστευση τις 800 χιλ. Η εισροή αλλοδαπών εργαζομένων πλησίασε τα 150 χιλ. άτομα (στο διάστημα 1971-73).
Η πρώιμη μεταπολίτευση
Η πρώτη πετρελαϊκή κρίση (1973) οριοθέτησε τη δυναμική αυτή. Στην αρχή της μεταπολίτευσης έγινε απόπειρα να επανέλθει το σκάφος εκ νέου σε ήρεμα νερά, αλλά η δεύτερη πετρελαϊκή κρίση (1979) έδωσε τη χαριστική βολή στη συνέχιση της εκβιομηχάνισης. Η τότε κυβέρνηση, επιδιώκοντας να δημιουργήσει ένα νέο ξεκίνημα και να απαγκιστρωθεί από το τέλμα στο οποίο είχε οδηγηθεί το όλο μεταπολεμικό εγχείρημα, ενέταξε τη χώρα στην ΕΟΚ.
Αυτή η φιλόδοξη προσπάθεια, ενώ αρχικά φαινόταν ότι αποτελούσε το εχέγγυο (η χώρα - μέλος της πλουσιότερης λέσχης μετά τις ΗΠΑ), κατ’ ουσίαν υπέσκαψε σε μεγάλο βαθμό τις όποιες πιθανότητες επιτυχίας οικονομικής εξέλιξης. Τα βασικά επιχειρήματα των υποστηρικτών περιστρέφονταν, εκτός της πολιτικής αναβάθμισης, στο δημοσιονομικό όφελος (λόγω των επιδοτήσεων) και στη στήριξη της βιομηχανίας, λόγω του εύρους της αγοράς.
Η πεποίθηση αυτή παρέβλεπε ένα ουσιώδες γεγονός. Το υπόδειγμα ανάπτυξης μέσω υποκατάστασης εισαγωγών στηριζόταν σε εισαγωγή τεχνολογίας κεφαλαιουχικού εξοπλισμού κ.λπ. και (λαμβάνοντας υπ’ όψιν το μικρό μέγεθος της αγοράς όπως επίσης την αδυναμία συχνά των επιχειρήσεων στην επίτευξη του ελαχίστου οικονομικού αδιαίρετου και της ανυπαρξίας οικονομιών κλίμακος) στα τελωνειακά τείχη.
Μέχρι το 1981 οι δασμοί δεν έπαιξαν τον «παιδαγωγικό» ρόλο που υποστήριζε ο List στα περί νηπιακής βιομηχανίας. Η κατάργησή τους, λόγω της ΕΟΚ, επέσυρε την κατάρρευση της βιομηχανικής παραγωγής. Αλλά ανεφάνη ένα εξίσου ουσιώδες αίτιο. Ο στασιμοπληθωρισμός το 1973 είχε ως απόρροια την εκτίναξη των τιμών στο 25%, ενώ για την επόμενη εικοσιπενταετία παρέμεινε διψήφιος.
Μία από τις αιτίες ήταν η επιβολή επί σειρά ετών αγορανομικών διατάξεων. Οι μικρές δασμοβίωτες, χαμηλής παραγωγικότητας, βιοτεχνίες και βιομηχανίες εντάσεως εργασίας κατά το πλείστον, δεν είχαν δυνατότητες επιβίωσης στον ανταγωνισμό. Δεν υφίστατο ουσιώδες ενδογενές κίνητρο εκσυγχρονισμού τους. Καθ’ όλη σχεδόν την περίοδο 1950-80 οι μισθοί συγκρατούνταν, λόγω αυταρχικής διακυβέρνησης, σε χαμηλά επίπεδα.
Μετά το 1973 η άνοδος των πρώτων υλών ένεκα διαρκούς διολίσθησης του νομίσματος και η πίεση για μισθολογικές βελτιώσεις επέτειναν τις πληθωριστικές πιέσεις στο κόστος παραγωγής. Όθεν, η αγορανομική διάταξη πρόβαλε ως απάντηση. Παρόμοια όμως πολιτική δεν είναι δυνατόν να συνιστά επί μακρόν βιώσιμο λύση. Ήδη από το 1972 η μαύρη αγορά είχε - παρά τη δικτατορία - αναφανεί. Παρ’ όλα αυτά οι τιμές δεν σταθεροποιήθηκαν, σε κάποιο έστω υψηλό σημείο, αλλά συνεχώς ανέρχονταν.
Ενώ οι ανεπτυγμένες χώρες (ΗΠΑ, Γερμανία, Ιαπωνία κ.λπ.) μεταβίβαζαν ένα μέρος του πληθωρισμού τους στις ολιγότερο ανεπτυγμένες, η Ελλάς αδυνατούσε να το πράξει αυτό, αφού η βιομηχανία της ήταν στραμμένη στην εσωτερική αγορά, ενώ οι χώρες στις οποίες εξήγοντο τα ελληνικά προϊόντα (Μέση Ανατολή, Αφρική κ.λπ.), επειδή ήταν οι τελευταίοι αποδέκτες της μετακύλισης του κόστους, βρέθηκαν σε δεινότερη εκείνης θέση.
Η είσοδος στην ΕΟΚ
Η είσοδος λοιπόν της Ελλάδος στην ΕΟΚ συντόμευσε και ολοκλήρωσε τη φθίνουσα μετά το 1973 πορεία (κατ’ ουσίαν διέλυσε τη βιομηχανία). Το 1950 ο δευτερογενής τομέας αποτελούσε το 20,1% του ΑΕΠ (εκ των οποίων 11,7% η μεταποίηση), το 1995 το 27,8% (16,6% μεταποίηση). Ο αριθμός των μισθωτών ανήλθε σε 52,8% το 1995 (έναντι 27,3% το 1950).
Ωστόσο το μέγεθος των επιχειρήσεων του δευτερογενούς τομέως ήταν εξαιρετικά μικρό. Ενώ προπολεμικά, το 1938, το 93,2% των «βιομηχανιών» - βιοτεχνιών απασχολούσε μέχρι 5 άτομα, το 1988 αυτό έπεσε μόλις στο 85%. Σε ελάχιστες ανεπτυγμένες χώρες το 27% των απασχολούμενων είναι εργοδότες - αυτοαπασχολούμενοι (η συντριπτική πλειονότητα αφορά αυτοαπασχολούμενους, βλ. πίνακα).
Στη δεκαετία του 1980 λόγω της κρίσης μέρος του τραπεζικού συστήματος και της βιομηχανίας ετέθη υπό κρατικό έλεγχο. Το 1990 το δημόσιο έλεγχε πλέον του 90% των καταθέσεων των τραπεζών, μεγάλο μέρος των μεγάλων εταιρειών και το σύνολο σχεδίου των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας.
Ακολούθως η συνθήκη του Μάαστριχτ αποτέλεσε το καθοδηγητικό άστρο και ένα φιλόδοξο πρόγραμμα σύγκλισης χαράχτηκε με συνέπεια ο διψήφιος πληθωρισμός που ταλάνιζε τη χώρα να συρρικνωθεί στο 2% το 2000 και με εξαίρεση το δημόσιο χρέος η Ελλάς να πληροί τις συνθήκες ένταξης στην Ευρωζώνη. Το τελευταίο από 37% το 1979 έφθασε το 1989 σχεδόν στο 100% του ΑΕΠ. Μολονότι τα δημόσια ελλείμματα επισήμως κινήθηκαν περί το 3%, μετά το 2008 αυτά εκτοξεύθηκαν και το 2009 ανήλθαν στο 15,6%, ενώ ο ρυθμός ανάπτυξης υπήρξε αρνητικός.
2. Προοπτικές της παρούσας κρίσης: Η πολιτική μετά το 2002
Η επιτάχυνση της κατάρρευσης του υποδείγματος ανάπτυξης της Ελλάδος μετά την είσοδό της στην ΕΟΚ το 1981 και η μακρόχρονη πολιτική και κοινωνική καταπίεση είχε ως απόρροια η νέα κυβέρνηση (Οκτώβριος 1981), η οποία είχε σαρώσει στις εκλογές γι’ αυτούς τους λόγους, μη διαθέτοντας εναλλακτική λύση(1), να προχωρήσει σε εκτεταμένη αναδιανομή του εισοδήματος. Υπελογίζε το ότι μέσω μιας δραστήριας κεϋνσιανής πολιτικής (ενίσχυση των χαμηλομίσθων, εκτεταμένης κρατικής παρέμβασης) θα ετονώνετο η ζήτηση και ακολούθως, μέσω αυτής, οι επενδύσεις.
Οι όροι εμπορίου λόγω της ένταξης στην Ε.Ε. διαστράφηκαν (λόγω κοινοτικής προτίμησης) με απόρροια ακόμη και το ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων να καταστεί πλέον μονίμως αρνητικό. Στη δεκαετία 1980 δεν επιταχύνθηκε μόνον η διάλυση της βιομηχανίας λόγω ΕΟΚ, αλλά παράλληλα ετέθησαν οι βάσεις για την αποσύνθεση της γεωργίας. Η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), δομημένη πέριξ των «βορείων» προϊόντων (κτηνοτροφία), δεν επέτρεπε ευρείες δυνατότητες σε εκείνα της φυτικής προελεύσεως (μεσογειακά)(2).
Η κατάσταση καλύφθηκε ως φύλλο συκής από τις πλουσιοπάροχες επιδοτήσεις (αποσύρσεις, χωματερές κ.λπ.). Το υπόδειγμα ενός αγροτικού τομέα με μέση έκταση κατά άτομο 35 στρέμματα, άκρως πολυτεμαχισμένης και ημιάγονης, με ταχεία εκμηχάνιση, λόγω της ασκηθείσας αγροτικής πολιτικής, οδηγήθηκε αναπόφευκτα σε στασιμότητα(3). Η αγροτική έξοδος απομάκρυνε τους νέους και κατά τεκμήριο αυτούς που θα ηδύναντο να προχωρήσουν σε αναδιαρθρώσεις.
Ενώ η είσοδος της χώρας στην ΕΟΚ το 1981 αποτέλεσε τον ολετήρα της λυμφατικής βιομηχανικής ανάπτυξης, η συμμετοχή της στο ευρώ (2002) κατέστρεψε σχεδόν το όποιο παραγωγικό δυναμικό είχε απομείνει. Το υπερτιμημένο νόμισμα (διαρκής ανατίμησή του έναντι του δολαρίου, του γιεν και του γουάν) υπέσκαψε την ελληνική παραγωγή (και τις εξαγωγές) διευρύνοντας τις εισαγωγές.
Τομείς (%)
|
1950
|
1980
|
1995
|
Πρωτογενής
|
27,8%
|
14,9%
|
11,7%
|
Δευτερογενής (μεταποίηση)
|
20,1% (11,7%)
|
32,4% (21,3%)
|
27,8% (16,6%)
|
Τριτογενής
|
52,1%
|
53,1%
|
60,5%
|
Απασχόληση (%)
| |||
Αγρότες
|
60,8%
|
31,3%
|
20,5%
|
Μισθωτοί
|
27,3%
|
43,6%
|
52,8%
|
Εργοδότες - αυτοαπασχολούμενοι
|
11,9%
|
25,1%
|
26,7%
|
Η εποχή του μνημονίου
Ωστόσο η εικονική πραγματικότητα δεν διήρκεσε πολύ. Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση το 2008 ανέσυρε στην επιφάνεια τα ζητήματα: πολιτική ομάδα που αδυνατεί να βελτιωθεί, επιχειρηματίες που σιτίζονται από το πρυτανείο - κρατικό ταμείο, διαρκής πίεση για άνοδο των μισθών με χαμηλή παραγωγικότητα, γενικευμένη οικονομική διαφθορά. Το εγχώριο προϊόν αυξάνεται ως «φούσκα» με δάνεια, που αμέτρως χορηγούνται.
Όλοι μένουν ικανοποιημένοι: οι δανειστές γιατί πιστεύουν ότι ανακάλυψαν τη σίγουρη τοποθέτηση, οι ηγήτορες διότι έτσι γίνονται αρεστοί στα πλήθη, οι πολίτες διότι αυξάνεται το επίπεδο διαβίωσής τους. Ωστόσο η υπερχρέωση δεν μπορεί επ’ άπειρον να αποκρύβεται. Μέσα σε πέντε έτη (2005-9) η κυβέρνηση δανείσθηκε 70% και πλέον αυτών που είχαν λάβει οι προηγούμενες επί πολλές δεκαετίες. Όθεν και τον Μάιο 2010 η χώρα εισέρχεται σε καθεστώς επίβλεψης κάτω από το ΔΝΤ, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΚΤ.
Το μνημόνιο που ψηφίσθηκε επικεντρώνεται κυρίως στο πρώτο πρόβλημα: το δημοσιονομικό έλλειμμα.
Σε μια οικονομία με αξιόλογη παραγωγική βάση πιθανώς τα μέτρα λιτότητας θα έφερναν κάποιο αποτέλεσμα. Αλλά σε μια χώρα όπου το 60% των κατοίκων δεν πληρώνει ούτε ένα ευρώ φόρο παρόμοια πολιτική υπήρξε συμφορά. Συνεπώς η μείωση των μισθών με το πρωτοφανές πρόγραμμα λιτότητας διευρύνει την ύφεση.
Η αδυναμία των εισπρακτικών μηχανισμών και η σύνθεση της όλης κοινωνικής δομής (φορολογικά δικαστήρια κ.λπ.) επιτρέπει την εκτεταμένη φοροδιαφυγή, άρα την επιβάρυνση μέρους μόνο του πληθυσμού. Ελάχιστες χώρες στον κόσμο έχουν τέτοιο αριθμό αυτοαπασχολουμένων και αγροτών (άνω του 35% του εργατικού δυναμικού). Αυτό, συνδυαζόμενο με τη γενικευμένη διαφθορά, διογκώνει το ζήτημα με συνέπεια η Ελλάς να χαρακτηρίζεται από τα υψηλότερα ποσοστά παραοικονομίας (30% και άνω).
Έτσι το μνημόνιο διευρύνει το δεύτερο πρόβλημα: το δημόσιο χρέος.
Εκτιμήθηκε από τους δανειστές ότι μετά 3-4 έτη το χρέος, αφού θα υπήρχαν πρωτογενή πλεονάσματα, θα άρχιζε να μειώνεται. Οι απόψεις αυτές είναι προκεϋνσιανές και επιπροσθέτως άσχετες με την ελληνική πραγματικότητα. Χώρα με 160% χρέος στο ΑΕΠ και μάλιστα με υποτυπώδη παραγωγικό μηχανισμό είναι δυνατόν μόνο στη φαντασία των μαθητευόμενων μάγων του ΔΝΤ και των Ευρωπαίων νεοφιλελεύθερων να μειώσει το χρέος.
Περαιτέρω το μνημόνιο κάνει λίγα πράγματα για να συρρικνώσει το τρίτο πρόβλημα που είναι και το ουσιαστικότερο: το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου. Το επηρεάζει πλαγίως: ένεκα της δυσπραγίας (ύφεσης) μειώνονται οι εισαγωγές, ενώ μέρος των προϊόντων που διοχετεύετο στην εσωτερική αγορά οδηγείται πλέον σε όμορες χώρες (αύξηση των εξαγωγών).
Όλες σχεδόν οι συζητήσεις και τα άρθρα στον ελληνικό και διεθνή Τύπο εστιάζονται στο πρώτο ζήτημα και μόλις στις αρχές του 2011 στο δεύτερο. Κατ’ ουσίαν θα έπρεπε τα όποια μέτρα να ξεκινήσουν από το τρίτο, δηλαδή αντίστροφα: ενίσχυση των παραγωγικών επενδύσεων σε κλάδους με υψηλή εγχώρια προστιθέμενη αξία και άρα διεύρυνση της παραγωγικής βάσης της οικονομίας (συνεπώς αύξηση των εξαγωγών και κάποια μείωση των εισαγωγών), σύλληψη μέρους της φοροδιαφυγής που είναι υπεύθυνη τόσο για το δημόσιο έλλειμμα όσο και για τις υψηλές εισαγωγές.
Τέλος, ελάφρυνση του χρέους αφ’ ενός με διαγραφή μέρους αυτού αφ’ ετέρου με επαναγορά ενός άλλου στη δευτερογενή αγορά, αφού έχει πέσει η αξία των ομολόγων σε χαμηλά επίπεδα (η επιμήκυνση είναι ένας επιπρόσθετος τρόπος ελάφρυνσης). Οι απολύσεις και οι περικοπές λειτουργούν αντιστρόφως. Τουτέστιν, αντί ο στόχος να είναι η μείωση του αριθμητού (το έλλειμμα ή το χρέος) θα πρέπει να τεθεί ως τέτοιος η αύξηση του παρονομαστού (το ΑΕΠ).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Η «εναλλακτική» λύση ήταν η σοβιετοποίηση, κάτι που δεν ήταν δυνατόν υπό τις διεθνείς αλλά και τις εσωτερικές συνθήκες.
2. Όταν χαράσσετο η ΚΑΠ, μόνο τμήμα του ιταλικού Νότου και της Γαλλίας παρέμειναν εκτός σοβαρής προστασίας.
3. Αναλυτικά έχουν εξηγηθεί οι λόγοι στο: Παπαηλίας και άλλοι (1989), Εκτίμηση αποθέματος παγίου κεφαλαίου στην ελληνική γεωργία, ΑΤΕ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου