Jennifer Lind
Περίληψη:
Πριν πραγματοποιηθεί η τελευταία πυραυλική δοκιμή της Βόρειας Κορέας, ο Πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα και άλλοι ηγέτες του κόσμου καταδίκασαν το καθεστώς για αυτή την πράξη επιθετικότητας. Αλλά η Βόρεια Κορέα αναπόφευκτα θα μείνει ατιμώρητη για αυτήν την πρόκληση - ακριβώς όπως και στο παρελθόν. Το πυρηνικό της οπλοστάσιο, η πιθανότητα κατάρρευσης της χώρας και η φήμη ότι είναι απρόβλεπτη συγκρατούν τους αντιπάλους της από τα όποια αντίποινα.
Οι σχέσεις ΗΠΑ-Βόρειας Κορέας απόλαυσαν πρόσφατα 16 ημέρες αισιοδοξίας: μεταξύ της 29ης Φεβρουαρίου, όταν η Πιονγκγιάνγκ υπέγραψε τη συμφωνία ελέγχου των εξοπλισμών με τις Ηνωμένες Πολιτείες και της 16ης Μαρτίου, όταν ανακοίνωσε τα σχέδιά της για τη διεξαγωγή αυτού ακριβώς του είδους εκτόξευσης πυραύλων που είχε μόλις απαρνηθεί. Αντιδρώντας στην ανακοίνωση για την εκτόξευση του δορυφόρου, η οποία προοριζόταν για τον εορτασμό των εκατό χρόνων από τη γέννηση του ιδρυτή του βορειοκορεατικού κράτους Κιμ Ιλ Σουνγκ, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα προειδοποίησε τη Βόρεια Κορέα για τις συνέπειες της πρόκλησης και κάλεσε την...
Κίνα να σταματήσει να κάνει «τα στραβά μάτια» για το πυρηνικό πρόγραμμα της Βόρειας Κορέας. Οι καταγγελίες του Ομπάμα καθώς και άλλων ηγετών ακούγονται σαν ένα γνωστό ρεφραίν. «Οι κανόνες πρέπει να είναι δεσμευτικοί, οι παραβιάσεις πρέπει να τιμωρούνται, τα λόγια πρέπει να σημαίνουν κάτι», είπε ο Ομπάμα στην διάσημη πλέον ομιλία του στην Πράγα, με την οποία καταδίκαζε μια άλλη εκτόξευση πυραύλου της Βόρειας Κορέας τον Απρίλιο του 2009. Αλλά οι κανόνες δεν είναι δεσμευτικοί, οι παραβιάσεις της Βόρειας Κορέας ουσιαστικά δεν τιμωρούνται, τα λόγια είναι ως επί το πλείστον απλά λόγια και η Κίνα κάνει ελάχιστα.
Αυτή η επίδειξη επιθετικότητας της Βόρειας Κορέας αντιπροσωπεύει μόνο το πιο πρόσφατο επεισόδιο σε μια μακρά ιστορία ατιμώρητων προκλήσεων. Το 1968, δυνάμεις της Βόρειας Κορέας κατέλαβαν πλοίο του Ναυτικού των ΗΠΑ και το πλήρωμά του, και το 1976 σκότωσαν με τσεκούρι δύο στρατιώτες των ΗΠΑ οι οποίοι προσπαθούσαν να κλαδέψουν ένα δέντρο που προεξείχε στην αποστρατικοποιημένη ζώνη. (Οι Αμερικανοί απάντησαν στο τελευταίο περιστατικό με την οργάνωση του πρώτου στην παγκόσμια ιστορία κλαδέματος δέντρων υπό την προστασία βαριά οπλισμένων μονάδων και με αεροσκάφη να πετούν συνεχώς πάνω από την αποστρατικοποιημένη ζώνη). Καθ' όλη τη δεκαετία του 1960 και του 1970 το καθεστώς έχει επανειλημμένα επιχειρήσει να δολοφονήσει τον πρόεδρο της Νότιας Κορέας. Το 1974, πρώτη κυρία της Νότιας Κορέας σκοτώθηκε όταν ένας ύποπτος ως πράκτορας από τον Βορρά προσπάθησε να πυροβολήσει τον πρόεδρο Park Chung Hee. Σε μια άλλη απόπειρα δολοφονίας του προέδρου, το 1983, οι πράκτορες της Βόρειας Κορέας τοποθέτησαν βόμβα στη Ρανγκούν που σκότωσε πολλά μέλη του υπουργικού συμβουλίου της Νότιας Κορέας και άλλους κυβερνητικούς αξιωματούχους. Τέσσερα χρόνια αργότερα, πράκτορες έβαλαν βόμβα σε ένα πολιτικό αεροπλάνο, σκοτώνοντας και τους 115 επιβαίνοντες. Πιο πρόσφατα, το βορειοκορεατικό ναυτικό τορπίλισε την φρεγάτα «Τσεονάν» της Νότιας Κορέας και βομβάρδισε το νησί Yeonpyeong της Νότιας Κορέας το 2010. Σε κάθε περίπτωση, η κοινή διοίκηση ΗΠΑ-Νότιας Κορέας,η Διοίκηση Συνδυασμένων Δυνάμεων (Combined Forces Command, CFC), έχει αφήσει τη Βόρεια Κορέα να ξεφύγει παρά την κακή συμπεριφορά της. Παρά τις αλλεπάλληλες κυρώσεις, οι επιθέσεις δεν απετράπησαν.
Η αυτοσυγκράτηση απέναντι σε τέτοιες προκλήσεις είναι ασυνήθιστη, ιδίως για τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες δεν έχουν αναστολές σχετικά με τη χρήση στρατιωτικής βίας όταν οι ίδιες ή και οι σύμμαχοί τους δέχονται επίθεση. Για παράδειγμα, οι στρατιωτικές δυνάμεις του Μανουέλ Νοριέγκα παρενοχλούσαν Αμερικανούς στον Παναμά και σκότωσαν έναν πεζοναύτη των ΗΠΑ: Οι Ηνωμένες Πολιτείες εισέβαλαν και ανέτρεψαν τον Νοριέγκα. Το 1986, η Λιβύη έβαλε βόμβα σε μια ντίσκο στο Δυτικό Βερολίνο όπου σύχναζαν Αμερικανοί στρατιώτες: Ο αμερικανικός στρατός ξεκίνησε αεροπορικές επιθέσεις στη Λιβύη, σκοτώνοντας την κόρη του Μουαμάρ αλ Καντάφι.
Η Βόρεια Κορέα, όμως, ξεφεύγει από κάθε τιμωρία χάρη σε ένα ισχυρό αποτρεπτικό μέσο. Το πρώτο σκέλος της τριπλής στρατηγικής της Πιονγιάνγκ είναι η εικόνα του «τρελού»: η ιδέα ότι η χώρα θα μπορούσε να αντιδράσει σε αντίποινα βυθίζοντας την κορεατική χερσόνησο σε γενικό πόλεμο. Οι βορειοκορεάτες αξιωματούχοι δεν είναι παράλογοι, όπως πολύ συχνά απεικονίζονται στα μέσα ενημέρωσης. Αντ’ αυτού, ακολουθούν την παράδοση του Προέδρου των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον, ο οποίος μίλησε για υποκριτικό παραλογισμό προκειμένου να εκφοβιστούν οι εκάστοτε αντίπαλοι. Μέσα από τα άγρια ρητορική και τη συμπεριφορά της στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, η Πιονγιάνγκ έχει πει στον κόσμο ότι στο διεθνές παιχνίδι του εκφοβισμού δεν πρόκειται να υποχωρήσει - ότι είναι τόσο έτοιμη να πολεμήσει που θα αφησει θα λιμοκτονήσουν οι πολίτες της και θα αφιερώσει το ένα τέταρτο της οικονομίας της στην άμυνα, θα κόψει στη μέση τους στρατιώτες του εχθρού με τσεκούρι, και θα προσπαθήσει να δολοφονήσει ξένους προέδρους. Αυτή η φήμη έχει βοηθήσει να πεισθούν οι ηγέτες της CFC ότι δεν μπορούν να επικαλούνται τους συνήθεις κανόνες αποτροπής και ότι με έναν τέτοιο αντίπαλο, η ανταλλαγή αντιποίνων είναι πολύ επικίνδυνη και πολύ πιθανό να οδηγήσει σε γενικευμένο πόλεμο.
Μην κάνετε λάθος: κανείς δεν πιστεύει ότι η Βόρεια Κορέα θα κερδίσει πραγματικά έναν τέτοιο πόλεμο. Η χώρα οικονομικά επισκιάζεται από τη Νότια Κορέα και η στρατιωτική ισορροπία μετατοπίζεται εδώ και πολύ καιρό εναντίον του Βορρά. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, στρατιωτικοί αναλυτές [1] κατέληξαν στο συμπέρασμα [2] ότι αν ξεσπάσει ποτέ ένας πόλεμος η CFC θα επικρατήσει και οι επακόλουθες δύο δεκαετίες πείνας και έλλειψης ενεργειακών πόρων θα αποδυναμώσουν περαιτέρω τη θέση της Βόρειας Κορέας. Αλλά ακόμα κι αν η Πιονγκγιάνγκ έχανε τον πόλεμο, κανείς δεν θέλει και να την πολεμήσει. Η Βόρεια Κορέα μπορεί να προκαλέσει ακόμα φοβερό πόνο στη Νότια Κορέα (και, ενδεχομένως, με τους βαλλιστικούς πυραύλους της, στην γειτονική Ιαπωνία). Η πόλη της Σεούλ, που φιλοξενεί πάνω από δέκα εκατομμύρια ανθρώπους βρίσκεται εντός της εμβέλειας του πυροβολικού της Βόρειας Κορέας. Οι ηγέτες της Βόρειας Κορέας γνωρίζουν ότι ένας δεύτερος πόλεμος της Κορέας θα ήταν ένας πόλεμος για την ίδια την ύπαρξη του καθενός - ότι ούτε το καθεστώς ούτε οι ίδιοι θα επιβιώσουν μια ήττα - και έτσι θα έχουν κίνητρο να χρησιμοποιήσουν κάθε όπλο στο οπλοστάσιό τους, συμπεριλαμβανομένων των όπλων μαζικής καταστροφής. Είναι η Βόρεια Κορέα τόσο τρελή που αν η CFC πραγματοποιήσει μια πράξη περιορισμένων αντιποίνων η χώρα θα ξεκινήσει έναν πόλεμο που θα μπορούσε να καταλήξει στη σίγουρη δική της καταστροφή; Κανείς δεν θέλει να μάθει.
Το δεύτερο σκέλος της βορειοκορεατικής τριάδας είναι το φάντασμα της δικής της κατάρρευσης. Λόγω της οικονομικής της αδυναμίας και της αβεβαιότητας σχετικά με την πολιτική ηγεσία της μετά την πρόσφατη μετάβαση εξουσίας, η χώρα μοιάζει με ένα σπίτι από τραπουλόχαρτα που ένα σκούντημα μπορεί να γκρεμίσει. Οι γείτονες φοβούνται ότι η κατάρρευση του καθεστώτος [3] θα διαλύσει το δίκτυο διανομής τροφίμων της χώρας, ξεκινώντας έτσι μια ανθρωπιστική κρίση και στέλνοντας πρόσφυγες (και ίσως κάποια πυρηνικά) μέσω των συνόρων. Η CFC και η Κίνα μπορεί να παρέμβουν η κάθε μια ξεχωριστά για να βρουν τα πυρηνικά όπλα που θα λείπουν ή να σταθεροποιήσουν μια χαοτική Βόρεια Κορέα, κάτι που θα μπορούσε να κλιμακώσει την κρίση [4].
Έτσι, η Σεούλ διστάζει να χτυπήσει σκληρά τη Βόρεια Κορέα: όχι μόνο επειδή ανησυχεί για αυτό το είδος της αστάθειας βραχυπρόθεσμα, αλλά και γιατί φοβάται το μακροπρόθεσμο πρόβλημα του να πρέπει να οικοδομήσει τη Βόρεια Κορέα ξανά από τα ερείπια. Οι υποδομές της Βόρειας Κορέας καταρρέουν και ο φιλάσθενος πληθυσμός της είναι ανεπαρκώς εξοπλισμένος για να λειτουργήσει σε ένα σύγχρονο κράτος. Το να οργανώσουν το χάος της Βόρειας Κορέας θα καταναλώσει το χρόνο και τον πλούτο μιας γενιάς Νοτιοκορεατών. Από την πλευρά της Κίνας [5], οι εφιάλτες μιας πιθανής κατάρρευσης έξω στα σύνορά της (και σε μακροπρόθεσμη βάση, η σκέψη μιας ενοποιημένης Κορέας ευθυγραμμισμένης με τις Ηνωμένες Πολιτείες) εξηγούν γιατί το Πεκίνο ήταν απρόθυμο να επιβάλλει πειθαρχία στην Πιονγιάνγκ.
Τα πυρηνικά όπλα της Βόρειας Κορέας αποτελούν το τρίτο σκέλος της στρατηγικής της αποτροπής που χρησιμοποιεί η Πιονγιάνγκ. Για πολλά χρόνια, η CFC απέφυγε αντίποινα διότι φοβήθηκε μήπως ξεσπάσει άλλος ένας δαπανηρός συμβατικός πόλεμος. Η απόκτηση πυρηνικών όπλων από την Πιονγιάνγκ έχει κάνει ακόμη πιο τρομακτική τη σκέψη ενός δεύτερου πολέμου στην Κορέα. Αλλά η Ουάσιγκτον δεν μπορεί να ξέρει αν η πυρηνική αποτρεπτική δύναμη της Βόρειας Κορέας λειτουργεί: στο κάτω - κάτω, η εκστρατεία του Ομπάμα για έναν κόσμο απαλλαγμένο από πυρηνικά όπλα βασίζεται στον ισχυρισμό ότι είναι τα πυρηνικά είναι άχρηστα. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα κι αν οι Ηνωμένες Πολιτείες ποτέ δεν θα παραδεχθούν ότι αποθαρρύνονται από έναν αδύναμο αντίπαλο που διαθέτει μια χούφτα πυρηνικών μηχανισμών που δεν λειτουργούν καλά [6], η Βόρεια Κορέα το γνωρίζει - και το ίδιο κάνουν το Ιράν και άλλοι πυρηνικοί υποψήφιοι που φοβούνται την αλλαγή του καθεστώτος τους.
Χάρη στα όπλα πυρηνικά της Βόρειας Κορέας, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Νότια Κορέα, η Ιαπωνία και άλλες χώρες αποδοκιμάζουν την επιθετικότητα της Βόρειας Κορέας, αλλά περιορίζουν τα αντίποινά τους σε μπαράζ ρητορικής. Οι χώρες τείνουν να είναι εξαιρετικά προσεκτικές όταν ασχολούνται με τα πυρηνικά όπλα των αντιπάλων. Η Ινδία, για παράδειγμα, έχει αναγκαστεί να ανεχθεί την τρομοκρατία του Πακιστάν, με πιο γνωστό περιστατικό τις επιθέσεις στη Βομβάη το 2008. Στον απόηχο της επίθεσης εναντίον του ινδικού κοινοβουλίου το 2001 (που πραγματοποιήθηκε, σύμφωνα με πληροφορίες, από ομάδες που σταθμεύουν στο Πακιστάν), το ινδικό υπουργικό συμβούλιο αποφάσισε, «εμείς θα διαλύσουμε τους τρομοκράτες και τους χορηγούς τους, όπου κι αν βρίσκονται, όποιοι κι αν είναι». Αλλά ποτέ δεν το έκανε, διότι αυτό θα συνεπαγόταν στρατιωτικές ενέργειες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πυρηνικό πόλεμο. Τα πυρηνικά όπλα του Πακιστάν, όπως και της Βόρειας Κορέας, τους δίνουν ένα συγχωροχάρτι.
Είναι δελεαστικό να υποθέσουμε ότι υπάρχουν κάποια όρια στην ανοχή του κόσμου απέναντι στην επιθετικότητα της Βόρειας Κορέας - κάποια στιγμή κατά την οποία η Νότια Κορέα και οι Ηνωμένες Πολιτείες, παρά τους φόβους του πολέμου και της κατάρρευσης, θα κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι η Βόρεια Κορέα είναι πολύ επικίνδυνη χώρα για να ζουν μαζί της και ότι η αλλαγή καθεστώτος είναι η λιγότερο τρομακτική επιλογή. Αλλά αυτή η υπόθεση θα μπορούσε να είναι λάθος. Όσο απαράδεκτο κι αν είναι να «ξεχαστούν» οι απόπειρες δολοφονίας από την Βόρεια Κορέα καθώς και οι άλλες προκλήσεις της, είναι επίσης δύσκολο να φανταστούμε τι θα μπορούσε ενδεχομένως να οδηγήσει τη Σεούλ και την Ουάσινγκτον να στοιχηματίσουν στην αλλαγή του καθεστώτος σε μια ναυαγισμένη, οπλισμένη με πυρηνικά κατεστραμμένη χώρα.
Η JENNIFER LIND είναι επίκουρος καθηγητής για θέματα διακυβέρνησης στο Dartmouth College και συγγραφέας του βιβλίου Sorry States: Apologies in International Politics.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου