Σελίδες

Παρασκευή 16 Μαρτίου 2012

Η ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΣΕ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ

Γεώργιος Ε Σέκερης

Αφ’ ότου, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, εγκαινιάσθηκε το κοινοτικό εγχείρημα, δεν έλειψαν οι φωνές, κυρίως πέραν της Μάγχης και του Ατλαντικού, που προδίκασαν το ναυάγιό του. Εν τούτοις, περισσότερο από μισό αιώνα αργότερα, η Κοινοτική Ευρώπη συνεχίζει την πορεία της, συνεισφέρουσα μεγάλως στην ειρήνη και ευημερία της ηπείρου μας – πλην όμως συγκροτημένη κατά τρόπο πολύ απέχοντα από τα οράματα των ιδεολογικών και πολιτικών πατέρων της. Και αντιμέτωπη με μια ακόμη υπαρξιακή πρόκληση.[i]
***
Ο αρχικός ομοσπονδιακός στόχος έχει πλέον κατ’ ουσίαν εγκαταλειφθεί. Τουλάχιστον στο ορατό μέλλον, η ΕΕ δεν πρόκειται να μετεξελιχθεί σε «Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης» κατά το βορειοαμερικανικό πρότυπο. Ενώ η προωθημένη και εν πολλοίς πρωτόγνωρη διακρατική συνεργασία που αναπτύσσουν οι εταίροι παρουσιάζει μεγάλες ανισότητες μεταξύ τομέων δραστηριότητας, τόσο ως προς τις καταβαλλόμενες προσπάθειες, όσο και ως προς τα επιτεύγματα.
Είκοσι χρόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ και εις πείσμα των ελπίδων που γέννησε η σύσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η στρατιωτική Ευρώπη παραμένει στα σπάργανα. Η άμυνα και ασφάλεια του ευρωκοινοτικού χώρου εξακολουθούν να διασφαλίζονται από την αμερικανική υπερδύναμη και τη νατοϊκή...
προέκτασή της, με το στρατιωτικό δυναμικό των Ευρωπαίων εταίρων συνεχώς να συρρικνώνεται, και τους μόνους στρατιωτικώς αξιόλογως μεταξύ τους – το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία – [ii] να διαθέτουν κατά βάση τις δυνάμεις τους, είτε στο νατοϊκό, είτε σε στενά εθνικό πλαίσιο. Και με τη στρατιωτική αυτή εξάρτηση από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ να επιβεβαιώνεται άπαξ έτι εξ αφορμής της λιβυκής κρίσης. [iii]

Στον διεθνοπολιτικό τομέα η συλλογική κοινοτική παρουσία είναι ουσιαστικότερη. Βέβαια, θεσμικώς τα κράτη-μέλη διατηρούν σχεδόν πλήρη ελευθερία ενεργείας – περί ενιαίας εξωτερικής πολιτικής ουδείς λόγος. Παρά ταύτα όμως, κατορθώνουν αρκετά συχνά να διαμορφώνουν έναν ελάχιστο κοινό παρανομαστή, ο οποίος, χωρίς ασφαλώς να τους προσφέρει διεθνή επιρροή αντίστοιχη προς το συνολικό τους εκτόπισμα, συνιστά ωστόσο, έναν όχι αμελητέο παράγοντα στα παγκόσμια δρώμενα. Ως μοναδικός ανά την υφήλιο πολυεθνικός χώρος γεωπολιτικής σταθερότητας, ισότιμης συνεργασίας, και έμπρακτου σεβασμού των ανθρωπιστικών αξιών, και χάρις, συγχρόνως, και στην οικονομική της επιφάνεια, η ΕΕ διαθέτει σημαντικά αποθέματα «ήπιας ισχύος», τα οποία της επιτρέπουν: Να συναλλάσσεται από θέση ισοτιμίας με μεγάλες περιφερειακές δυνάμεις όπως η Ρωσία, η Κίνα, ή η Ινδία. Να συμβάλλει – έστω και με περιορισμένη αποτελεσματικότητα – στην αντιμετώπιση κρίσεων από τον Καύκασο και την Κεντρική Ασία έως την Μέση Ανατολή και την Αφρική. Και να επιδρά εποικοδομητικά, αν και με λίαν άνισα αποτελέσματα, στον στενότερο γεωπολιτικό της περίγυρο – όπως δείχνουν, μεταξύ άλλων, η προώθηση της ενταξιακής υποψηφιότητας της Σερβίας σε συνδυασμό με τον έλεγχο των αντιπαραθέσεων στο Κόσοβο και οι, ομολογουμένως πολύ λιγότερο αποδοτικές μέχρι στιγμής, κοινοτικές πρωτοβουλίες υπέρ της δημοκρατικής ομαλότητας στην Λευκορωσία και στην Ουκρανία και για τη συνεργασία στον μεσογειακό χώρο.[iv]

Ευθύς εξ αρχής, όμως, προνομιακός χώρος για την προώθηση του κοινοτικού πειράματος υπήρξε η οικονομία. Και όχι τυχαίως. Η θυσία κυριαρχικών δικαιωμάτων είναι γενικώς λιγότερο αποδεκτή στους τομείς της άμυνας και της εξωτερικής πολιτικής από ό,τι στον οικονομικό. Διό και στον τελευταίο αυτόν σημειώθηκαν τα πλέον ρηξικέλευθα θεσμικά κοινοτικά επιτεύγματα: στη δεκαετία του ’50 η ΕΚΑΧ και η ΕΟΚ, και το 1999 η Ευρωζώνη.
***
Η υιοθέτηση, ειδικότερα, του ευρώ ήταν και παραμένει ένα ιδιαίτερα ριψοκίνδυνο στοίχημα, η έκβαση του οποίου θα σφραγίσει και το όλο ευρωενωσιακό εγχείρημα.[v] Όπως είχαν εγκαίρως προειδοποιήσει πολλοί αναλυτές, η μακροημέρευση του κοινού νομίσματος προϋποθέτει ποιοτικό άλμα στον βαθμό δημοσιονομικής και οικονομικής εναρμόνισης και άρα και εκχώρησης εθνικών αρμοδιοτήτων σε κοινοτικά όργανα. Το διαγνωστικό δε αυτό επιβεβαιώνεται πανηγυρικά εξ αφορμής της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης – η οποία όμως έφερε συγχρόνως στην επιφάνεια εγγενείς ευρωπαϊκές αντιφάσεις δυσχεραίνουσες την επίτευξη της αναγκαίας κοινοτικής αλληλεγγύης. Και ειδικότερα: Τις άνισες επιδόσεις Βορρά-Νότου. Τις μεταλλασσόμενες ισορροπίες στον γαλλο-γερμανικό άξονα. Και τον ιδιάζοντα και πάντοτε προβληματίζοντα ρόλο των Βρετανών.
Εν πρώτοις, η κρίση προέβαλε τις τεράστιες ανισότητες παραγωγικότητας και δημοσιονομικής πειθαρχίας στους κόλπους της Ευρωζώνης. Για την αντιμετώπιση των οποίων ο Γάλλος πρόεδρος πρότεινε και η Γερμανίδα καγκελάριος, μετά τις αρχικές επιφυλάξεις της, συμφώνησε, να διαμορφωθεί μια «οικονομική διακυβέρνηση». Ήτοι, στην πράξη, τη συγκρότηση, με εμπλοκή, τόσο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, όσο και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενός μηχανισμού για τη στήριξη των ασθενέστερων εταίρων από τους ευρωστότερους, αλλά και για την επιτήρηση της εφαρμογής ενός μίνιμουμ κοινών κανόνων δημοσιονομικής και οικονομικής πολιτικής από το σύνολο των μελών της Ευρωζώνης – δηλαδή τη δημιουργία ενός είδους εμβρυώδους ευρωπαϊκού κυβερνητικού κέντρου. Με το Παρίσι να δίνει έμφαση στην αλληλεγγύη, αλλά με το Βερολίνο να τονίζει τον έλεγχο – ευεξηγήτως δε, καθότι καλείται να αποβεί ο κύριος χρηματοδότης του όλου εγχειρήματος.
Κατά δεύτερο λόγο, εξ αφορμής της κρίσης καταφάνηκε η μετατόπιση του κέντρου βάρους του γαλλογερμανικού άξονα από την Γαλλία στη Γερμανία – μια Γερμανία απαλλαγμένη πλέον από τις δουλείες που της επέβαλλαν η διαίρεσή της και ο πόθος της επανένωσης και από το άγχος της σοβιετικής απειλής, αλλά και από τις χιτλερικές της ενοχές. Βέβαια, και μετά την καθοριστικές αυτές μεταβολές στο γερμανικό γεωπολιτικό και ψυχολογικό τοπίο, οι Γάλλοι ηγέτες, του κ. Σαρκοζί συμπεριλαμβανομένου, επεχείρησαν να διατηρήσουν σε κάποιο βαθμό την πρωτοκαθεδρία της οποίας η χώρα τους, από την εποχή του ντε Γκολ, απήλαυε έναντι της Γερμανίας. Υπό την αμείλικτη όμως πίεση της κρίσης, η αντιστροφή ρόλων μεταξύ των δύο πόλων του κεντρικού ευρωπαϊκού άξονα κατέστη πλέον ή εμφανής. Στο τιμόνι βρίσκονται πλέον οι Γερμανοί – με τη σιωπηρή συγκατάθεση του Παρισιού. Πρόκειται για την πολιτική αντανάκλαση ενός νέου συσχετισμού ισχύος, στον οποίο οι Γάλλοι είναι αναγκασμένοι να προσαρμοσθούν, ασχέτως κομματικής ή ιδεολογικής ταυτότητας της ηγεσίας τους. Το πιθανότερο δε είναι ότι, σε περίπτωση εκλογικής του επικράτησης κατά τις επί θύραις γαλλικές προεδρικές εκλογές, ο σοσιαλιστής κ. Ολάντ, παρά τις προεκλογικές διακηρύξεις του περί του αντιθέτου, θα αναγκασθεί και αυτός να συμβιβασθεί με την νέα αυτή πραγματικότητα. (Επί παραδείγματι, η κεκηρυγμένη πρόθεσή του να επαναδιαπραγματευθεί τη Συνθήκη της 2ας Μαρτίου, περί ης κατωτέρω, θα προσκρούσει ασφαλώς σε δυσυπέρβλητα εμπόδια.) [vi]
Η κρίση, τέλος, επανέφερε στο προσκήνιο την επαμφοτερίζουσα έναντι της Ευρωζώνης στάση των Βρετανών – ενδεικτική και της γενικότερης αμφιθυμίας τους έναντι του όλου ευρωενωσιακού εγχειρήματος. Με το Λονδίνο, αφ’ ενός μεν, να αρνείται κατηγορηματικότερα παρά ποτέ να υιοθετήσει το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, αφ’ ετέρου όμως, να διεκδικεί αποφασιστικό λόγο στην διαχείριση της κοινοτικής χρηματοπιστωτικής και οικονομικής πολιτικής – με διαφανή επιδίωξη η ΕΕ να τραπεί προς την κατεύθυνση μιας κλασικής ζώνης ελεύθερων συναλλαγών και συνακόλουθα να αποτραπεί οριστικά τυχόν ομοσπονδιάζουσα μετεξέλιξή της, ασύμβατη με την πάγια βρετανική αντίθεση σε ευρωπαϊκούς ηπειρωτικούς συνασπισμούς.
***
Οι εν πολλοίς αντίρροπες αυτές τάσεις στους κοινοτικούς κόλπους αντικατοπτρίζονται και στην υπογραφείσα την 2α Μαρτίου από είκοσι πέντε κοινοτικές κυβερνήσεις «Συνθήκη για την Σταθερότητα, τον Συντονισμό και τη Διακυβέρνηση στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση».[vii] Η οποία, προβλέπει μεν την έμπρακτη εκδήλωση της κοινοτικής αλληλεγγύης μέσω της χρηματοπιστωτικής συνδρομής και τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών χάριν της ανάπτυξης, πλην όμως, με γερμανική πρωτοβουλία, έχει ως πυρήνα ένα Σύμφωνο Σταθερότητας στοχεύον στη διασφάλιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας στην Ευρωζώνη. Χαρακτηριστικά δε, ενώ, κατά γενική διαπίστωση, το κείμενο αυτό προσφερόταν σε υιοθέτηση με μια απλούστερη, πιο αθόρυβη, και συνεπώς πολιτικώς ανετότερη διαδικασία, αποφασίσθηκε αντιθέτως – πρωτοστατούντος και πάλι του Βερολίνου και προφανώς για να τονισθεί η σημασία και ο δεσμευτικός χαρακτήρας του – να περιβληθεί τον τύπο διακρατικής συνθήκης.

Η επικοινωνιακή, όμως, αυτή αναβάθμιση του εγχειρήματος και ο αναπόφευκτα επακολουθήσας σχετικός θόρυβος δεν είναι χωρίς προβλήματα. Ο πρωθυπουργός κ. Κάμερον, επί παραδείγματι, αρνήθηκε να συνυπογράψει τη νέα Συνθήκη, με πρόφαση μεν ην απόρριψη τροπολογιών του ευνοουσών τα βρετανικά χρηματοπιστωτικά συμφέροντα, αλλά κατά κύριο λόγο υπό το κράτος του διάχυτου στην Βρετανία ευρωσκεπτικισμού.[viii] Ο δε Τσέχος ομόλογός του τον μιμήθηκε – όπως όλα δείχνουν με ανάλογα, κατ’ ουσίαν, κίνητρα, παρ’ όλο που δημοσία επικαλέσθηκε ενστάσεις αρχής.[ix] Ενώ πρόσθετη πηγή συναφούς προβληματισμού αποτελεί η απόφαση της ιρλανδικής κυβέρνησης να θέσει την επικύρωση της Συνθήκης υπό την κρίση του εκλογικού σώματος σε ένα δημοψήφισμα του οποίου το αποτέλεσμα είναι απρόβλεπτο. Εν τούτοις, παρά τις επιπλοκές αυτές, η Συνθήκη δεν φαίνεται να κινδυνεύει, καθώς έχει ληφθεί πρόνοια, ώστε, για να τεθεί σε ισχύ, να αρκεί η επικύρωσή της από δώδεκα μόλις μέλη της Ευρωζώνης.

Αναπάντητο, βέβαια, παραμένει το κρίσιμο ερώτημα κατά πόσον η ενεργοποίηση της, γερμανικής κυρίως δημοσιονομικής φιλοσοφίας, «οικονομικής διακυβέρνησης» θα αρκέσει για να υπερπηδηθεί η κρίση που μαστίζει την ΟΝΕ – και κατ’ επέκταση απειλεί και το μέλλον της ΕΕ. Με τους ειδήμονες να εκφράζουν εν προκειμένω διιστάμενες εκτιμήσεις και προβλέψεις. Αλλά και με εμφανή τη βούληση των επικεφαλής αυτή τη στιγμή των τριών μεγάλων οικονομικών δυνάμεων της ηπειρωτικής Ευρώπης – της Γερμανίας, της Γαλλίας, και της Ιταλίας – να καταβάλουν κάθε προσπάθεια για να αποτρέψουν ένα ιστορικών διαστάσεων ναυάγιο.
   
***
Στη μεταλλασόμενη κοινοτική αυτή πραγματικότητα εντάσσεται και η επιχείρηση διάσωσης της χώρας μας. Η αποτροπή της χρεοκοπίας μας και της συνακόλουθης αποχώρησής μας από την Ευρωζώνη και ενδεχομένως και από την ΕΕ εξυπηρετεί όχι μόνο οικονομικές, αλλά επίσης – και ίσως κυρίως – γεωπολιτικές σκοπιμότητες των ηγετικών ευρωενωσιακών κύκλων. Όχι ανεδαφικά, οι Ευρωπαίοι ιθύνοντες φοβούνται ασφαλώς, ότι η έξοδος ενός παλαιού και πάντως, για ιστορικούς και πολιτισμικούς λόγους, εμβληματικού κράτους-μέλους, όπως η Ελλάδα, θα καταφέρει ισχυρό πλήγμα στην εικόνα της Κοινοτικής Ευρώπης, δημιουργώντας και την εντύπωση μιας απαρχής ξηλώματος του κοινοτικού ιστού. Και πιθανότατα συνειδητοποιούν επίσης τον κίνδυνο να μεταδοθούν και εκτός των συνόρων μας και ενδεχομένως και σε ευπρόσβλητα σημεία του ίδιου του ευρωενωσιακού χώρου οι πολιτικές στρεβλώσεις, τις οποίες κατά πάσαν βεβαιότητα θα προκαλέσουν οι οικονομικές και κοινωνικές παρενέργειες της επιστροφής στη δραχμή.
Περιττόν ίσως να τονισθεί, εν κατακλείδι,, ότι οι ευρωπαϊκές αυτές ανησυχίες και στοχεύσεις συνάδουν και με το ελληνικό εθνικό συμφέρον. Είναι πολύ πιθανό ότι η προσχώρησή μας στη Ζώνη Ευρώ, εν απουσία των αναγκαίων από πλευράς μας προϋποθέσεων, υπήρξε βεβιασμένη. Και πάντως είναι βέβαιο ότι, μετά την ένταξή μας αυτή και ενόσω διαρκούσε η περίοδος των «παχιών αγελάδων», δεν κατεβλήθη από τις διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις η αναγκαία προσπάθεια για τη διαμόρφωση εσωτερικών συνθηκών συμβατών με το κοινό νόμισμα. Ως έχουν ωστόσο σήμερα τα πράγματα, το κόστος της εγκατάλειψης του ευρώ και της συνακόλουθης αποδυνάμωσης της παρουσίας μας στην ΕΕ – χωρίς να μπορεί να αποκλεισθεί και το ενδεχόμενο της εξόδου μας εξ αυτής – είναι οικονομικώς και κοινωνικώς δυσβάστακτο, πολιτικώς προβληματικό, και γεωπολιτικώς καταστροφικό.
Η ανόρθωση, όμως, της οικονομίας μας εντός της Ευρωζώνης προϋποθέτει δύσκολες και ως επί το πολύ επώδυνες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις – η πραγμάτωση των οποίων δεν είναι εφικτή χωρίς την εκ βάθρων αναμόρφωση των ελληνικών κρατικών υπηρεσιών. Πρόκειται για μια εθνική πρόκληση στην οποία οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας δείχνουν δυστυχώς να δυσκολεύονται να ανταποκριθούν.
     



[i] Το κείμενο αυτό αποτελεί προδημοσίευση από το επόμενο τεύχος των «Εθνικών Επάλξεων», περιοδικής έκδοσης του Συνδέσμου Επιτελών Εθνικής Αμύνης.
[ii] Για τις αδυναμίες των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων, βλ. μεταξύ πολλών άλλων: Bundeswehr ist ineffizienteste Armee Europas. Miserable Noten für deutsches Militär, NZZ Online, 2.- 7 - 2011

[iv] Βλ Serbia’s EU bid, Belgrade moves closer to Brussels, “The Economist”, 2-3-2012. Επίσης, Marcin Sobczyk
, «Wall Street Journal», 30-9-2011. Οι κοινοτικές πρωτοβουλίες έναντι των ευρωπαϊκών και μεσογειακών χωρών της ευρωενωσιακής περιφέρειας αναφέρονται αναλυτικά στον ιστότοπο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Εξωτερικής Δράσης http://www.eeas.europa.eu/.
[v] Η καγκελάριος κυρία Μέρκελ έχει δηλώσει ευθαρσώς ότι ««η αποτυχία του ευρώ θα σημάνει την αποτυχία της Ευρώπης»
[vi] Για μια ευνοϊκή για τις σχετικές στοχεύσεις του σοσιαλιστή υποψηφίου άποψη, βλ. George Magnus, Hollande Victory in France Would Rattle Europe, “San Francisco Chronicle”, 23-2-2012.
[vii] Το κείμενο της Συνθήκης είναι αναρτημένο και στην ελληνική στον ιστότοπο http://european-council.europa.eu/media/639238/06_-_tscg.el.12.pdf
[viii] Βλ. Quentin Peel και Peter Spiegel, Eurozone states sign up to fiscal pact, “Financial Times”, 2-3-2012
[ix] Ο πρωθυπουργός κ.Πετρ Νεκας επικαλέσθηκε τον κίνδυνο δημιουργίας «τεχνητών διαιρέσεων» στους κόλπους της ΕΕ λόγω των θεσπιζόμενων ειδικών ρυθμίσεων για την Ευρωζώνη. Βλ. Neil Buckley, Czech PM sees tensions over EU fiscal pact, “Financial Times”, 2-3-2012. Σημειωτέον πάντως ότι έχει ληφθεί πρόνοια, ώστε οι – οκτώ αυτή τη στιγμή – εταίροι που δεν έχουν υιοθετήσει το ευρώ να έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν σε ορισμένες, τουλάχιστον από τις συνόδους κορυφής της Ευρωζώνης.
[ix] Βλ. Jannis A. Emmanouilidis, Post-Summit Analysis, «European Policy Centre», .5-3-2012
πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: