Σελίδες

Τετάρτη 14 Μαρτίου 2012

Πρόωρες εκλογές 2012: δυο προτάσεις για τον εκλογικό νόμο


Γιώργος Ν. Γκέκας, εκπαιδευτικός.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε το ελαφρυντικό ότι στην Ελλάδα του 1920 ήταν άγνωστες και ανέφικτες οι δημοσκοπήσεις. Πίστεψε ότι η νίκη του ήταν εξασφαλισμένη και προχώρησε στην μοιραία εκείνη εκλογική αναμέτρηση. Αντίθετα, οι ηγεσίες των δύο μεγάλων κομμάτων της παρούσας βουλής κρατούν στα χέρια τους δημοσκοπήσεις που δείχνουν ότι ούτε η επισπεύδουσα, ως πρώτη σε αυτές, ΝΔ θα πετύχει αυτοδυναμία ούτε η κυβέρνηση που θα προκύψει μπορεί να είναι κάτι διαφορετικό από την εκ νέου συνεργασία των δύο κυβερνητικών κομμάτων, απλώς με αντίστροφη ιεραρχία και νέα, υπέρ της ΝΔ, αναλογία. Και εντούτοις οι εκλογές θα γίνουν, στο μέσον μάλιστα μιας πρωτοφανούς κρίσης, με το εκλογικό σώμα να βρίσκεται σε επικίνδυνη σύγχυση μετά τις σαρωτικές ανατροπές των τελευταίων ετών, για τις οποίες δεν ήταν προετοιμασμένο.
Προϋπόθεση της εξόδου από την κρίση και της επανεκκίνησης της οικονομίας είναι η πολιτική σταθερότητα. Εκ των πραγμάτων δεν υπάρχουν πια για μας «κεντροδεξιές» και «κεντροαριστερές» λύσεις, μόνον οι μεταρρυθμίσεις που υπαγορεύονται από την ωμή πραγματικότητα της χρεωκοπίας και την ανάγκη άρσης των ποικίλων στρεβλώσεων στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Με δεδομένο το τέλος μιας εποχής, οι εκλογές θα πρόσφεραν ουσιαστική διέξοδο αν είχε ήδη συγκροτηθεί κάποιος νέος μαζικός πολιτικός φορέας του φιλελεύθερου χώρου, πιθανότατα με ευρύτερη συμμαχία των συγγενών πολιτικών δυνάμεων, πρωτοεμφανιζόμενων και παλαιών. Όπως αποδεικνύει η ίδια η ζωή, μόνο μια τέτοια συνεργασία θα εξασφάλιζε παράλληλα την προβολή και αποδοχή όλων των συμμετεχόντων όσο και την αξιοπιστία και εμβέλεια του εγχειρήματος. Κάτι τέτοιο δεν επετεύχθη, ενώ η κρίση βαθαίνει και παρατείνεται, σε μεγάλο βαθμό... λόγω της ανεπάρκειας των κυβερνώντων κομμάτων και της απροθυμίας τους (α) στο να κατανείμουν δίκαια τα βάρη της κρίσης, συμπεριλαμβάνοντας τις εκλογικές πελατείες και τα στελέχη τους, (β) στο να σχεδιάσουν και να εφαρμόσουν σωστά τις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές, (γ) στο να δημιουργήσουν το νέο πλαίσιο ανάπτυξης της οικονομίας. Η στάση τους αυτή και οι αλλεπάλληλες αποτυχίες ενίσχυσαν αντικειμενικά την δυσαρέσκεια και την αμφιβολία των πολιτών για την αποτελεσματικότητα του προγράμματος διάσωσης, ενώ ευνόησαν τον αρνητισμό και την δημαγωγία, συμμάχους όσων επιδιώκουν την ολέθρια επιστροφή της χώρας μας στην δραχμή.
Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 26-2-2012), το δικομματικό κατεστημένο επιδιώκει να εκμεταλλευτεί με τις πρόωρες εκλογές την απόφαση για το νέο δάνειο-μαμούθ και ένα επιτυχές πρόγραμμα ανταλλαγής ομολόγων, ώστε να προλάβει την περαιτέρω αποδυνάμωσή του από την λήψη και άλλων δυσάρεστων μέτρων τον Ιούνιο ή την αύξηση της επιρροής των διαγραφέντων βουλευτών, που οργανώνονται σε νέα κόμματα. Με τις πρόωρες όμως εκλογές, η αυτοσυντήρηση αυτού του κατεστημένου τίθεται πάλι υπεράνω της επιβίωσης της χώρας, με τρόπο μάλιστα αμφίβολο, ενώ τα μεσαία στρώματα και η διανόησή μας ελέγχονται για την αδυναμία τους να περάσουν αποτελεσματικά από τα λόγια στις πολιτικές πράξεις. Κατά συνέπεια, αναμένεται μια βουλή πολυδιασπασμένη, διχαστική και χαοτική, με τα ακραία αντιευρωπαϊκά κόμματα τεχνητά διογκωμένα, αφού ίσως το ένα τρίτο των ψηφοφόρων δεν θα έχει πάρει μέρος στην ψηφοφορία.
 
Σε συνάρτηση με την πρόβλεψη αυτή και τα δεδομένα, είναι δυνατόν να προταθούν κάποιες αλλαγές στον εκλογικό νόμο που κατά την άποψή μου θα είχαν σημαντική επίδραση στις εξελίξεις και γι’ αυτό ενδεχομένως δεν θα αφήσουν αδιάφορα τα κυβερνητικά κόμματα.
 
1η πρόταση: Να διεξαχθούν οι εκλογές αυτές με λίστα, κάτι που απαλλάσσει από την προκλητικότητα των προεκλογικών δαπανών όσο και την δημόσια έκθεση των υποψηφίων σε καιρούς τόσο χαλεπούς για την κοινωνία και δυσμενείς για τα κατεστημένα κόμματα. Αυτό θα περιόριζε σαφώς το πλεονέκτημα των λαϊκιστών υποψηφίων απέναντι στους μη λαϊκιστές, που ψήφισαν υπεύθυνα τις δυσάρεστες αλλά αναγκαίες συμφωνίες διάσωσης της χώρας από την κατάρρευση. Θα προλάβαινε επίσης τα συνήθη πλέον παρατράγουδα εκ μέρους ταραχοποιών σε βάρος υποψηφίων και δεν θα δίναμε προς τα έξω την εσφαλμένη εντύπωση αναρχίας και διάχυτης διάθεσης για εκτροπή από το πολίτευμα, κάτι δυσφημιστικό όσο και αποτρεπτικό των επενδύσεων. Πάνω απ’ όλα, οι εκλογές θα επικεντρώνονταν στο κεντρικό δίλημμα που αντιμετωπίζει η χώρα και στις τοποθετήσεις των κομμάτων γύρω απ’ αυτό, όχι σε πρόσωπα και μάλιστα τοπικής συνήθως εμβέλειας. Άλλωστε, το πελατειακό σύστημα, που εν πολλοίς μας έφερε εδώ, είναι αναπόσπαστο από τον σταυρό προτίμησης και η προσωρινή έστω εγκατάλειψη του τελευταίου θα δήλωνε αφ’ εαυτής μια μεταρρυθμιστική δέσμευση με αξιώσεις σοβαρότητας. Η κατάταξη των υποψηφίων στις λίστες θα γινόταν με βάση τις ψήφους που έλαβαν στις προηγούμενες εκλογές.
 
2η πρόταση: Από τα ανησυχητικά αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων για είσοδο ακόμα και εννέα κομμάτων στην νέα βουλή προκύπτει η ανάγκη να τροποποιηθεί αμέσως ο εκλογικός νόμος όσον αφορά το ελάχιστο ποσοστό ψήφων που απαιτείται για την είσοδο κόμματος στην βουλή. Αυτό πρέπει να αυξηθεί από το σημερινό 3% στο 5% του συνόλου, κάτι που είναι ευνοϊκό για την παρούσα πλειοψηφία και ως κοινοβουλευτικά εφικτό γι’ αυτήν θα έπρεπε, κατά την κρίση μου, να ισχύσει αμέσως. Αν όμως, μπροστά στις αναμενόμενες αντιδράσεις μέρους της αντιπολίτευσης και της κοινωνίας, προκρίνεται η «εκτονωτική» λειτουργία της επόμενης βουλής, τότε ας ισχύσει, κατά το σύνηθες, για τις μεθεπόμενες εκλογές. Η ασφαλιστική αυτή δικλείδα μπορεί να αποτρέψει τα χειρότερα, εάν προκύψουν συνθήκες αδυναμίας σχηματισμού βιώσιμης κυβέρνησης και ανάγκη άμεσης επανάληψης των εκλογών. Τούτο, παρά την αισιοδοξία της ΝΔ και τις φιλοδοξίες του αρχηγού της, δεν μπορεί να αποκλειστεί, καθώς είναι βέβαιο ότι λόγω της ρευστότητας του εκλογικού σώματος και του τεράστιου αποθέματος της αδιευκρίνιστης απόρριψης θα υπάρξουν σημαντικές αποκλίσεις από τις δημοσκοπήσεις και εκπλήξεις ως προς την σύνθεση της νέας βουλής.
Η τροποποίηση αυτή, που ευνοεί τα περισσότερα από τα εκπροσωπούμενα σήμερα κόμματα, θα προλάβει –και ψυχολογικά– τον κίνδυνο μιας ακυβερνησίας χωρίς δυνατότητα επιστροφής. Επιπλέον, μετά την αλλοπρόσαλλη εικόνα που θα δίνει στην νέα της σύνοδο, η ελληνική βουλή δεν πρέπει να υποβαθμιστεί ξανά σε μια κομματική πασαρέλα εξτρεμιστικών, οπορτουνιστικών ή προσωποπαγών μικρομάγαζων ούτε η κοινοβουλευτική διαδικασία σε ρινγκ, ψυχόδραμα, ή παζάρι. Οι πολιτικές απόψεις μπορούν ελεύθερα να είναι εννέα ή εκατόν εννέα, εντός και εκτός βουλής, αλλά η αντικειμενική ανάγκη περί του πρακτέου είναι και παραμένει μία –όπως και η πάγια, ανεξαρτήτως ψήφου, κυρίαρχη βούληση του εκλογικού σώματος: δηλαδή το να ξεπερνιούνται οι εκάστοτε δυσκολίες, να απορρίπτονται οι χωρίς νόημα κίνδυνοι και να αποφεύγονται τα καταστροφικά αδιέξοδα.
Οι θεσμοί οφείλουν να εξασφαλίζουν την λειτουργικότητα και το κύρος των οργάνων της πολιτείας. Αν αυτή η διάσταση αγνοηθεί, η ζημία θα είναι μεγάλη. Εννοείται ότι οι μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις για τον εκλογικό νόμο πρέπει να γίνουν αργότερα, σε ψυχραιμότερες συνθήκες, όπως και με την συνταγματική αναθέσμιση της πολιτείας.
   
Ο λαός μας καλείται να επιτελέσει έναν άθλο, να προσέλθει στις κάλπες κάνοντας την ψυχή του κόμπο και ελευθερώνοντας την λογική του και την ματιά του από τα άμεσα δεινά προς το μεσοπρόθεσμο μέλλον. Άθλο καλούνται να επιτελέσουν και οι ικανότεροι στην χώρα, υπερβαίνοντας την περιρρέουσα μικρόνοια και αναλαμβάνοντας επιτέλους να δώσουν νέα ηγεσία στην Ελλάδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: