Αυτή την περίοδο άνοιξε και πάλι η συζήτηση για την ανάγκη δημιουργίας νέων κομμάτων. Ποιες οι κοινωνικές απαιτήσεις που μπορεί να εκφράσουν; Με ποιο προσωπικό, ποιες δομές και κυρίως ποιες συγκεκριμένες προτάσεις για τη διαχείριση των αδιεξόδων; Έχουν ήδη γίνει αρκετές προσπάθειες σε όλο το πολιτικό φάσμα, από στελέχη με διακριτή πολυετή πορεία που θα κριθούν για τη διαχρονική συνέπεια και την αξιοπιστία κι αποτελεσματικότητα των σημερινών λεγομένων τους. Κάποια χαίρουν και μιας αρχικής αυξημένης δημοσκοπικής αποδοχής, φαινόμενο συνηθισμένο στα πλαίσια ενός άγουρου ενθουσιασμού για μια πιθανή διαφορετική προσέγγιση στα ζητήματα.
Η ιστορία βρίθει από ανάλογα παραδείγματα. Από τον ενιαίο Συνασπισμό της Αριστεράς του ΄89 που αναδεικνυόταν δημοσκοπικά δεύτερο κόμμα με 26% για να καταλήξει στις μισές δυνάμεις, την ΠΟΛ.ΑΝ και το ΔΗΚΚΙ που ξεκίνησαν με προσδοκίες για διψήφια ποσοστά για...
να καταγραφούν τελικά στο 5%, έως το ΚΕΠ του Δ. Αβραμόπουλου που δεν κατόρθωσε να μετατρέψει σε απτή εκλογική επιρροή την προσωπική δημοφιλία του ηγέτη του, καταλήγοντας στην αυτοδιάλυση.
να καταγραφούν τελικά στο 5%, έως το ΚΕΠ του Δ. Αβραμόπουλου που δεν κατόρθωσε να μετατρέψει σε απτή εκλογική επιρροή την προσωπική δημοφιλία του ηγέτη του, καταλήγοντας στην αυτοδιάλυση.
Ακούγονται βέβαια επιχειρήματα για τη διαφορετικότητα των εποχών, της αντίληψης των πολιτών και των απαιτήσεων των καιρών. Ως διαπίστωση ισχύουν αλλά δεν μπορούν να μεταλλάξουν το δίπολο ενθουσιασμός – λογική που διαφοροποιεί τη γενική συμπάθεια απέναντι σε κάθε καινούριο με την τελική κυβερνητική επιλογή μπροστά στην κάλπη.
Οι πολίτες κατανοούν ότι τα προβλήματα της μεταπολίτευσης δεν λύνονται απλά με αναδιάταξη των υπαρχόντων δυνάμεωνσυντηρώντας ουσιαστικά τις δομές και τις διαδικασίες που δημιούργησαν τις συνθήκες για τα σημερινά αδιέξοδα. Η αναδιοργάνωση του πολιτικού σκηνικού οφείλει να ξεκινήσει από θεσμικές παρεμβάσεις στη λειτουργία του κοινοβουλίου και των κομμάτων, ανασχεδιασμό της κοινωνικής παρεμβατικότητας και του τρόπου ανάδειξης των στελεχών τους ώστε να αποτυπώνουν την εκάστοτε πραγματικότητα κι όχι τη συνέχεια μιας άτυπης επετηρίδας.
Από εκεί και πέρα, είναι δευτερεύων αν οι βασικοί ιδεολογικοί χώροιτης κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς θα εκφράζονται με τη σημερινή ή θεωρητικά με μια διαφορετική μορφή. Το όποιο νέο (πραγματικά ή μη!) με ευκολία μπορεί να απορροφηθεί και να αλλοτριωθεί από τις παθογένειες ενός παλιού συστήματος. Μόνο σύγχρονες δομές μπορούν να επιτρέψουν σε ένα ανανεωμένο προσωπικό μακριά από την «επαγγελματική» αντίληψη για το ρόλο της πολιτικής να φέρουν ταυτόχρονα την αναγκαία φρεσκάδα με την ανάκτηση της εμπιστοσύνης στο κοινοβουλευτικό μας σύστημα.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος – Ψυχολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου